Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά μετά το 2021, τη χρονιά που στιγμάτισε το νησί της Εύβοιας με τις πολυήμερες πυρκαγιές που προκάλεσαν τεράστια οικολογική καταστροφή, το Evia Film Project Festival επιστρέφει στη Βόρεια Εύβοια και φέρνει μαζί του ιστορίες, διηγήσεις, εικόνες, ακούσματα και μοιράσματα ανθρώπων που δίνουν στον τόπο την πνοή ελπίδας που έχει ανάγκη.
Γράφω αυτό το κείμενο σε ένα μπαλκόνι ενός δωματίου στην Αιδηψό, όπου φιλοξενούμαι από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τη διοργανώτρια ομάδα του Evia Film Project, και είναι ένα ασυνήθιστα (για μένα) ήσυχο μεσημέρι, όπου το μόνο πράγμα που ακούγεται είναι τα τζιτζίκια. Ούτε αυτοκίνητο, ούτε κόρνα. Έχω μεγαλώσει στη Χαλκίδα, αλλά έχω εξερευνήσει ελάχιστα το βόρειο κομμάτι της Εύβοιας, και μου φαίνεται αδιανόητο το ότι χρειάστηκε ένα «αλλοφερμένο» φεστιβάλ για να μου δείξει τη γοητεία του τόπου καταγωγής μου. Γιατί η αλήθεια είναι, πως το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει καταφέρει να αναδείξει πλευρές και δυνατότητες των περιοχών της Βόρειας Εύβοιας, που μόνο ένας φορέας που νοιάζεται πραγματικά μπορεί να κάνει.
Αιδηψός, Αγία Άννα, και Λίμνη ήταν οι περιοχές που πρωταγωνίστησαν και φέτος στο πενταήμερο πρόγραμμα του Evia Film Festival. Για την πραγμάτωση του οράματος του project, κάθε μία από της περιοχές αυτές ορίστηκε ως «θεματικός» τόπος συναντήσεων και αξιοποιήθηκε βάσει των δυνατοτήτων της στο μέγιστο δυνατό. Ας δούμε όμως τι σημαίνει αυτό.
Πρώτη (δική μου) στάση η Αγία Άννα. Το πρόγραμμα γράφει πως τις τρεις από τις πέντε μέρες του Ιουλίου που το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ κατοικοεδρεύει στο νησί μας, θα πραγματοποιούνται κατά τις πρωινές ώρες , Masterclasses με ανθρώπους που το έργο τους συνδέεται με την 7η τέχνη. Σημείο συνάντησης, «Τα Κανατάκια». Τι μπορεί να είναι αυτό; Μια ταβέρνα ντόπιων που έχει «επιταχθεί» από τη διοργάνωση και έχει διαμορφωθεί σε έναν καλά εξοπλισμένο χώρο διαλέξεων. Τα πλεονεκτήματα αυτής τη προσαρμογής, εντοπίζονται στο γεγονός ότι βρίσκεσαι μόλις μια ανάσα από την υπέροχη παραλία της Αγίας Άννας, και το μαγαζί στο οποίο στεγάζεται το event ετοιμάζει το φαγητό σου όσο εσύ είσαι απορροφημένος από τη ροή της κουβέντας.
Επόμενος σταθμός, η Λίμνη. Τις αναμνήσεις μας από το μέρος αυτό θα συνοδεύουν οι βραδινές προβολές αισθητικά ιδιαίτερων ταινιών με κύρια θεματολογία τη μαγεία και το μυστήριο της φύσης και του πλανήτη που ζούμε. Προβολές με θέα τη θάλασσα, στο θερινό κινηματογράφο «Ελύμνιον», που θυμίζουν cart postal εποχής.
Και φτάνουμε στην καρδιά του Φεστιβάλ που δεν είναι άλλη από την αρχοντική Αιδηψό, που φιλοξένησε και όλους εμάς τους ενθουσιώδεις επισκέπτες. Από τις 2 Ιουλίου που έκανε την έναρξή του αυτή η μεγάλη γιορτή του κινηματογράφου, το χωριό γέμισε με νέο κόσμο, κάτι που οι ντόπιοι χαίρονταν να αναφέρουν με κάθε αφορμή στις περιστασιακές συζητήσεις που είχα μαζί τους.
Κτίρια και εγκαταστάσεις σε «στρατηγικά» σημεία της περιοχής γέμισαν με τις χαρακτηριστικές μπλε αφίσες, άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες τους, και γέμισαν από ανθρώπους με χαμόγελο και όρεξη να μοιραστούν το όραμα του έργου τους. Αναφέρομαι φυσικά στην ακούραστη ομάδα παραγωγής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που αν και τους παρατήρησα από κοντά μόνο για αυτό το πολύ σύντομο χρονικό διάστημα που βρέθηκα κοντά τους, δε δυσκολεύτηκα καθόλου να καταλάβω πόσο αγαπούν αυτό που κάνουν. Η προσωπική επιμέλεια κάθε δρώμενου, η ευγένεια, η αμεσότητα, η φροντίδα, το ουσιαστικό νοιάξιμο για τον τόπο, και η «ανοιχτωσιά» τους, είναι εκείνα που επισφραγίζουν το χαρακτήρα αυτής της δράσης. Χώροι όπως το ειδυλλιακό «Κύμα» στο κέντρο του λιμανιού, η Αίθουσα Πολιτισμού «Μελίνα Μερκούρη», η Παιδική Νεανική Δημοτική Βιβλιοθήκη Ιστιαίας Αιδηψού , και φυσικά το θερινό σινεμά «Απόλλων», καθιερώθηκαν ως τα σημεία του δίνονταν τα καθημερινά ραντεβού για προβολές, συζητήσεις, ακροάσεις podcast, ακόμα και για εξορμήσεις.
Η οικολογική συνείδηση (και αισίως η ευαισθησία) καλλιεργούνται όταν ο άνθρωπος βιώνει την επαφή και τη σύνδεσή του με τη φύση, και όχι όταν απλά ακούει άλλους να μιλούν για αυτή. Το EFP (Evia Film Project) έχοντας πλήρη επίγνωση αυτού, φρόντισε η πληροφορία να περάσει μέσω της εμπειρίας στο φιλοθεάμον κοινό, οργανώνοντας σε συνεργασία με τη WWF Ελλάς πεζοπορία στο Ξηρό Όρος με θέμα «Καταστροφή κα Αναγέννηση». Οι πρόθυμοι εξερευνητές είχαν την ευκαιρία να περιηγηθούν μέσα στο καταπράσινο δάσος του βουνού που γλίτωσε από τις φλόγες, να κολυμπήσουν στους καταρράκτες του Δρυμώνα, και να παρατηρήσουν από κοντά τα κατά τόπους κατάλοιπα των πυρκαγιών.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να σταθώ σε δύο πράγματα που με εντυπωσίασαν πραγματικά. Αφενός, η ευφυϊα με την οποία έχει μελετηθεί από μέρους του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το πλάνο αξιοποίησης της Βόρειας Εύβοιας, καθώς το «μοίρασμα» των δράσεων στα τρία χωριά που απέχουν περίπου μία ώρα το ένα από το άλλο, σε βάζουν σε μια διαδικασία να διανύσεις μια διαδρομή που εναλλάσσεται από συγκινητικά πλούσια και ζωντανή βλάστηση, σε αποκαρδιωτικά μεγάλες εκτάσεις νεκράς φύσης. Αυτό από μόνο του προκαλεί μια εσωτερική διεργασία και ένα «ζύγισμα», χωρίς το οποίο δεν θα είχαν κανένα νόημα όλα όσα το EFP προσπαθούσε να περάσει. Αφετέρου, η διοργάνωση πέρα από συμβολική, επιδεικνύει και σημαντικά έμπρακτη στήριξη στον τόπο, καθώς πέραν του κόσμου που προσελκύει ως θεατές, προσκαλεί και φιλοξενεί η ίδια ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ενισχύοντας έτσι τις επιχειρήσεις ανθρώπων της περιοχής.
Ξεκινώντας στο Ferryboat της επιστροφής, και ατενίζοντας την Αιδηψό να απομακρύνεται, μου μένει η αίσθηση πως έγινα μάρτυρας μιας γιορτής της τέχνης, με βαθιά ανθρωπιστικό και ειλικρινή χαρακτήρα.
Ένα είναι σίγουρο:
Το επόμενο Evia Film Festival δεν πρόκειται να το χάσω με ΤΙΠΟΤΑ.
Ήρεμα το λέω.
Υ.Γ. : Καλή αντάμωση.