Το Μουσείο Μικρασιατικού Πολιτισμού Προκοπίου, το οποίο ιδρύθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιερού Προσκυνήματος Οσίου Ιωάννου του Ρώσου, κυρίως με την χρηματοδότηση ΕΣΠΑ και την οικονομική συμβολή του Ι. Προσκυνήματος στεγάζεται μόνιμα στο ανακαινισμένο κτίριο, που χρησιμοποιήθηκε για χρόνια σαν ξενώνας των προσκυνητών.

Στο Μουσείο εκτίθενται ιερά κειμήλια και αντικείμενα του καθημερινού βίου, τα οποία, με απερίγραπτους κόπους και σοβαρούς κινδύνους, έφεραν στον τόπο μας οι ξεριζωμένοι κάτοικοι του Προκοπίου της Καππαδοκίας της Μικράς Ασίας, μετά την μικρασιατική καταστροφή και την εφαρμογή της συνθήκης της Λωζάνης.

Θα κάνουμε μια περιήγηση στο Μουσείο και κάποια από τα πιο σημαντικά κειμήλια με αφορμή τα 100 χρόνια από την έλευση του Ιερού Σκηνώματος του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου από την Καππαδοκία στην Εύβοια και το Προκόπι.

Εκκλησιαστικά αργυρά από την Καππαδοκία
Τα κειμήλια της Καππαδοκίας φέρουν συχνά καραμανλίδικες επιγραφές, που αποδίδουν με ελληνική γραφή την τουρκική γλώσσα. Το φαινόμενο είναι ενδεικτικό της μακράς διαδικασίας προσαρμογής που υπέστη ο τοπικός χριστιανικός πληθυσμός. Οι παλιότερες γνωστές καραμανλίδικες επιγραφές πάνω σε ασημένια σκεύη των αρχών του 18ου αιώνα, περιόδου που συμπίπτει με την εκδοτική δραστηριότητα των καραμανλίδικων εντύπων και την επισκευή εκκλησιών ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και το Προκόπι.

Τα κειμήλια του Προκοπίου, ωστόσο, δεν είναι παλαιότερα του 19ου αιώνα που είναι η εποχή οικονομικής ανάκαμψης και δραστηριότητας των συλλόγων και αδελφάτων που, εκτός των άλλων φιλανθρωπικών σκοπών του, φροντίζουν για τα σχολεία και τις εκκλησίες της πόλης.

Δύο από τα ασημένια λειτουργικά σκεύη που περιλαμβάνονται στην έκθεση είναι ρωσικής κατασκευής, δείγματα της πρώιμης διάδοσης της λατρείας του Αγίου στην πατρίδα του, τα περισσότερα ωστόσο, προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη, όπως τα «καπακλίδικα» ποτήρια, οι δίσκοι, ένα ενσφράγιστο μυροδοχείο και ένα δισκάριο.

Χαρακτηριστικά εκθέματα είναι: Δισκάριο ασημένιο, κάλυμμα δισκαρίου, Άγιο Ποτήρι Θείας Μετάληψης με κάλυμμα ασημένιο επίχρυσο, Σταυρός επίχρυσος.

Παραδοσιακές ενδυμασίες Μικράς Ασίας
Οι φορεσιές της Μικράς Ασίας έχουν έντονες βυζαντινές και ανατολίτικες επιρροές. Κύριο εξάρτημά τους είναι το καβάδι ή αντέρι, μακρύ εξωτερικό ή εσωτερικό ένδυμα με μακριά στενά ή πλατιά μανίκια και κατακόρυφο άνοιγμα εμπρός. Το χαρακτηριστικό ένδυμα της γιορτινής φορεσιάς ήταν η τσόχα, εξωτερικό καβάδι που έπαιρνε το όνομά του από το υλικό κατασκευής του, στολισμένο με περίτεχνα κεντήματα από μεταξωτά, ασημένια ή χρυσά κορδόνια.

Τα σχέδια των κεντημάτων, φτιαγμένα από ειδικούς τεχνίτες, παραπέμπουν σε βυζαντινά μωσαϊκά. Στο κεφάλι φορούσαν φεσάκι και σταμπωτό μαντίλι, ανοιχτόχρωμο για τις νέες και σκουρόχρωμο για τις μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες, ενώ έπλεκαν τα μαλλιά τους σε πλεξούδες. Οι χρωματισμοί και οι ονομασίες των ενδυμάτων ποικίλλουν στις διάφορες περιοχές, ενώ η καθημερινή ενδυμασία ραβόταν από βαμβακερά υφάσματα, συνήθως ριγωτά, από τη Νεάπολη, τη Νίγδη ή το Προκόπι

Στο Μουσείο σημαντικά εκθέματα είναι: Φέσι με τεπελίκι ασημένιο και νομίσματα Όθωνα, Ζιπούνι γιλέκο με χρυσοκέντημα, Ποδιά με χρυσοκέντημα, Μασούρ νυφικό στόλισμα κεφαλιού. Επίσης: Φορεσιά Σκιάθου, Φορεσιά Καραγκούνα Θεσσαλίας, Γιλέκο τζάκος Τανάγρα Βοιωτίας, Ζωνάρι νυφικό Αγία Άννα Εύβοιας. Ακόμη: Στέφανα γάμου ασημένια, Κανδήλα ασημένια.

Η τέχνη της αγιογραφίας στη Μικρά Ασία τον 18ο και των 19ο αιώνα
Ο 18ος αιώνας σηματοδοτεί την επανεμφάνιση της τέχνης της ζωγραφικής εικόνων στη Μικρά Ασία. Την εποχή αυτή εκτός από τις φορητές εικόνες και τις τοιχογραφίες, τις οποίες φιλοτεχνούν αγιογράφοι από άλλα μέρη (Πελοπόννησος, Χίος, Κρήτη), εμφανίζονται και ντόπιοι αγιογράφοι, κυρίως στη δυτική Μικρά Ασία, με επίκεντρο τη Σμύρνη, τον Πόντο και την Καππαδοκία.

Υφολογικά, οι μικρασιάτικες εικόνες της εποχής αυτής ακολουθούν το ρυθμό του λεγόμενου «ανατολίτικου ροκοκό» ή «τουρκομπαρόκ», όπου η βυζαντινή τεχνοτροπία συνδυάζεται με τις υφολογικές επιρροές και διακοσμητικά μοτίβα δυτικής και οθωμανικής προέλευσης. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα ο ακαδημαϊσμός, που χαρακτηρίζει την εκκλησιαστική ζωγραφική στον ελλαδικό χώρο, αρχίζει να επηρεάζει και τα εργαστήρια εικόνων των παράλιων, κυρίως πόλεων της Μικράς Ασίας.
