Η ιστορική λίμνη Δύστος στο κέντρο της Εύβοιας βρίσκεται στο χείλος της επιβίωσης, καθώς αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα συστηματικής καταστροφής και έλλειψης προστασίας ενός από τους πιο σημαντικούς βιοτόπους της χώρας μας. Αναφέρεται και ως λίμνη των Πτυχών ή Πτεχών, αλλά και ως λίμνη Δυστίων. Βρίσκεται σε υψόμετρο 16 μέτρων, στα νότια του Αλιβερίου και των Λέπουρων, στην «αρχή» της Νότιας Εύβοιας και περιβάλλεται από τους οικισμούς Δύστος, Πράσινο και Κόσκινα. Στα δυτικά και στα νότια αγκαλιάζεται από τους ασβεστολιθικούς λόφους Ψωριάρη και Τσούκα που την χωρίζουν από τον Νότιο Ευβοϊκό και στα ανατολικά καταλήγει στην πεδιάδα της Δύστου. Στο τοπίο ξεχωρίζει ο επιβλητικός κωνικός λόφος Καστρί που υψώνεται ανάμεσα στη λίμνη και την πεδιάδα.
Η έκταση της Δύστου αυξομειώνεται ανάλογα με τις βροχοπτώσεις και κυμαίνεται μεταξύ 1.500 και 4.500 στρεμμάτων. Το σχήμα της είναι νεφροειδές με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Είναι μία αβαθής λίμνη με μέγιστο βάθος τα 4 μέτρα και μέσο βάθος το μισό μέτρο. Τροφοδοτείται από τα νερά της υδρολογικής της λεκάνης που φτάνει την έκταση των 18.000 στρεμμάτων. Σήμερα, και λόγω της επικράτησης των καλαμιώνων, με δυσκολία μπορεί κανείς να δει τα νερά της λίμνης.
Η Δύστος κατά την αρχαιότητα και μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες απλωνόταν και στην γειτονική πεδιάδα και έτσι ο λόφος Καστρί ήταν ένα νησί που προσέλκυε τους ανθρώπους από τα προϊστορικά χρόνια. Η αρχαία ονομασία Δύστος πιθανολογείται ότι πηγάζει από την καταβύθιση (κατάδυση) που συνέβη στην περιοχή από κάποιο γεωλογικό φαινόμενο. Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης ανάγονται στη νεολιθική εποχή και σύντομα στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε οικισμός που μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. είχε γίνει η οργανωμένη πόλη Δύστος.
Η πόλη η οποία άκμασε στα κλασσικά και στα ελληνιστικά χρόνια και κατοικούνταν τουλάχιστον μέχρι και την Φραγκοκρατία, όπως μαρτυρούν τα ερείπια του ενετικού πύργου που ακόμα στέκει στην κορυφή του λόφου. Κατά την αρχαιότητα είχε γίνει και το πρώτο αποστραγγιστικό έργο από τον Ερετριέα μηχανικό Χαιρεφάνη, αλλά με τα χρόνια και την έλλειψη συντήρησης των αποχετευτικών έργων, η λίμνη γύρισε στην αρχική της μορφή. Η φυσική ρηχή μορφή της Δύστου και η γεωγραφική της θέση μαγνήτιζαν, ανά τους αιώνες, τα μεταναστευτικά πουλιά που εδώ έβρισκαν την απαραίτητη στάση ξεκούρασης στο ταξίδι τους.
Στις μέρες μας έχει πλέον αναγνωριστεί η σημασία της για την ορνιθοπανίδα και η Δύστος αποτελεί Ζώνη Ειδικής Προστασίας και βιότοπο Natura. Όμως, η σημερινή κατάσταση της λίμνης μόνο θλίψη προκαλεί. Ο ευτροφισμός από την ρύπανση με τις χημικές ουσίες της γεωργίας ευνοεί την επέκταση των καλαμιώνων που μαζί με την ακόλουθη επέκταση των καλλιεργειών λιγοστεύουν κάθε χρόνο το μέγεθος της Δύστου. Οι φωτιές στους καλαμιώνες είναι συχνό φαινόμενο, ενώ οι συνεχιζόμενες υδροληψίες για τη βιομηχανία και τη γεωργία απειλούν τη λίμνη με πλήρη αποξήρανση. Αν σε αυτό προστεθούν τα νταμάρια στις δυτικές πλαγιές, η ύπαρξη αιολικού πάρκου στους λόφους πάνω από τη λίμνη, το παράνομο κυνήγι και η ανυπαρξία διαχείρησης και ελέγχου, αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι ακόμα θαύμα το γεγονός ότι η λίμνη συγκεντρώνει τόσα πολλά είδη της ορνιθοπανίδας.
Η λίμνη Δύστος, πολύ εύκολα, θα μπορούσε να είναι ένα τεράστιο οικολογικό και πολιτιστικό πάρκο με χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Ίσως πρόκειται για το πιο ηχηρό παράδειγμα της σύγχρονης κακοδιαχείρησης του φυσικού και πολιτισμικού μας πλούτου.
Σε παλιότερες εποχές η λίμνη απλωνόταν σε μια μεγάλη περιοχή. Τώρα όμως καλύπτεται σε ποσοστό 90% από καλαμιώνες του είδους Phragmites australis και λιγότερο από ψαθιά (Typha latifolia) και σκίρπους (Schoenoplectus lacustris), αποτέλεσμα του έντονου ευτροφισμού. Πλέον, μόνο στο κέντρο και στις δυτικές όχθες της λίμνης μπορεί να δει κανείς λίγες εκτάσεις νερού. Από τα υπόλοιπα υδρόβια φυτά εδώ απαντώνται το Myriophyllum spicatum, η Lemna gibor, το Nasturtium officinale, η Mentha longifolia subsp longifolia και η Veronica anagallis-aquatica. Στους γύρω λόφους απλώνονται μεσογειακοί θαμνώνες με πουρνάρια, σχίνα, αφάνες και θυμάρια, ανάμεσα στα οποία φυτρώνουν διάφορα λουλούδια. Τα πιο κοινά είδη είναι ο κρόκος Crocus laevigatus, οι ίριδες Iris tuberosa και Moraea sisyrinchium, ο Adonis annua subsp cupaniana, το κολχικό Colchicum subsp cupanii, η Drimia numidica, το αγριόσκορδο Allium ampeloprasum, ο Convolvulus elegantissimus, ο ασφόδελος Asphodelus ramosus subsp ramosus, η Gagea graeca, το Echium italicum subsp biebersteinii, το Lamium moschatum subsp moschatum, η Bellardia trixago, η Fumaria capreolata και οι ορχιδέες Serapias bergonii, Orchis italica, Anacamptis papilionacea, Ophrys leucadica, Ophrys sicula, Ophrys ferrum-equinum, Ophrys mammosa, Ophrys tenthredinifera και Ophrys aesculapii.
Η λίμνη είναι ένα από τα πιο ιστορικά σημεία στάθμευσης για την ορνιθοπανίδα της Ελλάδας. Παλαιότερα εδώ κατέφθαναν χιλιάδες πουλιά κάθε άνοιξη, αλλά πλέον η παρουσία τους έχει ελαττωθεί. Συχνά κατά την φθινοπωρινή μεταναστεύση στη λίμνη σταθμεύουν μεγάλα κοπάδια από λευκούς πελαργούς. Από τους ερωδιούς εδώ απαντώνται σταχτοτσικνιάδες, πορφυροτσικνιάδες, αργυροτσικνιάδες, λευκοτσικνιάδες, νυχτοκόρακες, κρυπτοτσικνιάδες και μικροτσικνιάδες. Από τα παρυδάτια και υδρόβια πουλιά στη λίμνη ζούνε, μόνιμα ή περιστασιακά, χαλκόκοτες, βουβόκυκνοι, κιρκίρια, πρασινοκέφαλες πάπιες, σαρσέλες, χουλιαρόπαπιες, σφυριχτάρια, βαλτόπαπιες, ακτίτες, λασπότρυγγες, πετροτουρλίδες, φαλαρίδες, νερόκοτες, μαχητές, νανοβουτηχτάρια, κοκκινοσκέληδες, πρασινοσκέληδες, καλαμοκανάδες, καλημάνες, μπεκατσίνια, ποταμοσφυριχτές, κ.ά. Από τα αρπακτικά συναντάει κανείς φιδαετούς, γερακίνες, καλαμόκιρκους, χειμωνόκιρκους, ξεφτέρια, πετρίτες, μαυροκιρκίνεζα, σπάνια κιρκινέζια και βραχοκιρκίνεζα. Στα βράχια πάνω από τη λίμνη ζούνε πολλοί βραχοτσοπανάκοι, γαλαζοκότσυφες και καρβουνιάρηδες. Άλλα είδη της περιοχής είναι τα τρυγόνια, τα φασσοπερίστερα, οι κούκοι, οι κουκουβάγιες, οι γκιώνηδες, οι τυτούδες, οι σταχτάρες, οι τσαλαπετεινοί, οι αλκυόνες, οι σταρήθρες, οι νεροκελάδες, οι λιβαδοκελάδες, οι τρυποφράχτες, τα αηδόνια, οι καστανολαίμηδες, οι μαυρολαίμηδες, οι ασπροκωλίνες, οι μαυροτσιροβάκοι, οι κοκκινοτσιροβάκοι, οι αιγαιοτσιροβάκοι, τα ψευταηδόνια, οι λιοστριτσίδες, οι γαλαζοπαπαδίτσες, οι κλειδωνάδες, οι αετομάχοι, οι κοκκινοκεφαλάδες, τα ψαρόνια, οι καρδερίνες, τα καλαμοτσίχλονα, τα φρυγανοτσίχλονα, οι αμπελουργοί και οι τσιφτάδες.
Από τα αμφίβια εδώ απαντώνται πρασινόφρυνοι, δεντροβάτραχοι και βαλκανοβάτραχοι. Η ερπετοπανίδα είναι πλούσια και περιλαμβάνει ποταμοχελώνες, βαλτοχελώνες, μεσογειακές χελώνες, γραικοχελώνες, κρασπεδοχελώνες, τυφλίτες, σαμιαμίδια, τρανόσαυρες, σιλιβούτια, αβλέφαρους, λιακόνια, έφιους, λαφιάτες, δεντρογαλιές, σαπίτες, νερόφιδα, λιμνόφιδα, σαΐτες, αγιόφιδα, σπιτόφιδα και οχιές. Από τα θηλαστικά υπάρχουν παλαιότερες αναφορές για την υπάρξη βίδρας στην περιοχή, κάτι που πλέον μοιάζει σχεδόν αδύνατο. Στην περιοχή απαντώνται αλεπούδες, πετροκούναβα, νυφίτσες, σκαντζόχοιροι και διάφορες νυχτερίδες. Η ιχθυοπανίδα περιλαμβάνει το εισηγμένο γριβάδι (Cyprinus carpio), το κουνουπόψαρο (Gambusia holbrooki) αλλά και το χέλι (Anguilla anguilla).
Με πληροφορίες: naturagraeca.com