Στο χώρο του Δημαρχείου, στη Νέα Αρτάκη, σε μια αίθουσα γεμάτη με προσωπογραφίες δουλεμένες με κάρβουνο, των ερασιτεχνών καλλιτεχνών τους οποίους διδάσκει, συνάντησα τον γλύπτη Γιώργο Ραχούτη, δημιουργό του εμβληματικού και μνημειώδους γλυπτού της Μικρασιάτισσας που κοσμεί το Λιμάνι της Νέας Αρτάκης, αποδίδοντας έναν έντονα φορτισμένο συμβολισμό για την προσφυγιά και ακολούθως την ξενιτιά.
Ο Γιώργος Ραχούτης μας μίλησε για τη σημειωτική του Γλυπτού, τα μύρια κύματα που πέρασε μέχρι την ολοκλήρωσή του και τη σχέση του καλλιτεχνήματος με τη συλλογική μνήμη, τις νέες γενιές που θα το παρατηρούν, αλλά και την αλληλεπίδρασή του με την πόλη που ο ίδιος μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα.
Το γλυπτό ανατέθηκε από τον Σύλλογο Πολιτών Νέας Αρτάκης, καθώς ο Γιώργος Ραχούτης ήταν ο μοναδικός στην Αρτάκη που ως καλλιτέχνης τον χαρακτήριζε η νεαρή ηλικία και το γεγονός ότι ήταν ντόπιος και είχε βιώσει τον παλμό του τόπου του.
Όπως ίδιος λέει ο ίδιος: «Είναι το πιο μεγάλο έργο που μου έχει ανατεθεί».
Η κατασκευή
Ο Γιώργος Ραχούτης περιγράφει την διαδικασία δημιουργίας: «Άρχισε ως ιδέα με το σκίτσο. Η γλυπτική δεν είναι δισδιάστατη όπως η ζωγραφική, άλλο το προσχέδιο, άλλο το σκίτσο για να φτιαχτεί η μακέτα. Όταν τελείωσε το σχεδιαστικό σε μια συνάντηση με τον Σύλλογο Πολιτών Νέας Αρτάκης συμφωνήθηκε, ψηφίστηκε και τότε άρχισε ο Γολγοθάς».
Το συγκεκριμένο γλυπτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο να φτιαχτεί από τεχνικής πλευράς και ο γλύπτης εξηγεί την καλλιτεχνική φιλοσοφία που το διαπνέει: «Προσωπικά ήθελα να φτιάξω κάτι κλασικό και συνάμα κάτι μοντέρνο, το οποίο να αποπνέει τον χαρακτήρα της πόλης και παράλληλα να εξυψώνει τη γυναίκα, τη μαχήτρια, αυτή που μόχθησε και αγωνίστηκε».
Ο φόρος τιμής στη γυναίκα
Η γυναικεία φύση μοιάζει να είναι ο άξονας πάνω στον οποίο ντύθηκε η σημειωτική του γλυπτού. «Βιολογικά, σωματικά, μυϊκά, σε όλους τους πολέμους, σε κάθε μορφή κλίματος, οι άντρες είναι παραπάνω. Ήθελα να δώσω τη βαρύτητα στη γυναίκα, τη μαχόμενη. Αυτό αποδίδεται με μια βάρκα η οποία έρχεται, τη στιγμή που μια γυναίκα κρατάει μωρό. Σε τέτοιες καταστάσεις οι γυναίκες είναι πιο μαχητικές και αυτό ήταν το ζητούμενο, το γλυπτό να αντικατοπτρίζει αυτήν τη γυναικεία πάλη της επιβίωσης, της εξέλιξης, τη χρονική στιγμή που το παρελθόν ατενίζει το μέλλον».
Η μελέτη που έκανε όπως αναφέρει ο Γιώργος Ραχούτης: «Περιλαμβάνει την τοποθέτηση σε ένα σημείο που να μην πιάνει νερό σε οποιεσδήποτε συνθήκες, το κεφάλι δεν έχει στόμα, μιλάει με τη μορφολογία και την κίνηση. Απώτερος σκοπός μου είναι να βλέπει κανείς το γλυπτό και να του δημιουργεί την αίσθηση ότι κινείται».
Η βάση έχει τη φόρμα της βάρκας, η οποία δημιουργεί έναν κυματισμό που καταλήγει σε ένα παγκάκι κάτι που ο δημιουργός το επεξηγεί: «Ήθελα μια συμμετοχική διαδικασία του κόσμου, μια συνειδητή αλληλεπίδραση του γλυπτού, να συνιστά μέρος των ανθρώπων που το επισκέπτονται με μια γεωμετρική υλική επαφή».
Η Μνήμη
Η Μικρασιάτισσα δημιουργεί μνήμη και ταυτόχρονα διαιωνίζει τη μνήμη. Ο Ραχούτης εκφράζεται ως καλλιτέχνης με τον δικό του τρόπο: «Ένα γλυπτό επηρεάζει το θεατή, δεν φτιάχνουμε τέχνη για τους τοίχους του σπιτιού μας. Η Τέχνη βγαίνει έξω στους δημόσιους χώρους. Αν κάποιο άτομο επηρεαστεί είναι το πιο σημαντικό για τον καλλιτέχνη».
«Το να αφήσεις ένα έργο στον τόπο που μεγάλωσες είναι τιμητικό, ειδικά ένα έργο που φέρει υπογραφή και μεταθανάτια. Έχουμε περάσει τόσα κύματα για αυτό το γλυπτό που φυσικά και το οικονομικό ξεχάστηκε. Το έργο μου ήταν δωρεά».
Τα Υλικά
Η επιλογή των υλικών παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον καθώς πρόκειται για σύγχρονης μορφής υλικά που εξυπηρετούν και την καλλιτεχνική αντανάκλαση του γλυπτού: «Στη βάση είναι ειδικό τσιμέντο, αυτό που ρίχνουν στις γέφυρες, γιατί δεν υπόκειται σε συρρίκνωση, αντιθέτως έχει τη μεγαλύτερη ζωή ως υλικό και δεν δέχεται το σίδηρο. Το πάνω μέρος του γλυπτού είναι από αλουμίνιο αεροπορικού τύπου, ένα σύγχρονο υλικό που ακτινοβολεί, είναι πιο φωτεινό. Αυτή η φωτεινότητα αντανακλά την αισιοδοξία, ιριδίζει, δέχεται τις ακτίνες του φωτός και παίρνει χρώματα από την ατμόσφαιρα. Κι όλα αυτά σε αντίθεση με ένα κοινό μπρούτζινο γλυπτό που έχει σκοτωμένο χρώμα».
Ο Σύλλογος Πολιτών Νέας Αρτάκης
Είναι γεγονός ότι η υλοποίηση αυτού του μοναδικού έργου πέρασε από δύσκολες καταστάσεις που όμως δεν πτόησαν τους ανθρώπους του Συλλόγου Πολιτών Νέας Αρτάκης και τον ίδιο τον δημιουργό: «Μαζί αρχίσαμε με την ιδέα για να ακολουθήσει ο Γολγοθάς της υλοποίησης. Το γλυπτό έχει περάσει διάφορες φάσεις, καθώς προτεραιότητα ήταν να συγκεντρωθούν τα λεφτά για τα υλικά και το χυτήριο που χυτεύθηκε. Αυτά σε μια περίοδο που ήρθε η οικονομική κρίση, διοργανώθηκαν συναυλίες, κρητικά γλέντια για να μαζευτούν με τα κουπόνια χρήματα. Μετά την κρίση ακολούθησε ο κορονοϊός και σταματάμε στο χυτήριο».
«Σε όλες τις φάσεις δούλευα μόνος μου τη μακέτα, μελετούσα το κατασκευαστικό κομμάτι καθώς ένα μεγάλο γλυπτό είναι άλυτος γρίφος. Χρειάζεται να έχει πιστοποιήσεις για ανέμους, κεραυνούς και στατικότητα για αυτό το λόγο συνεργαστήκαμε με αρχιτέκτονα και μηχανολόγο».
«Αφού πέρασε ο κορονοϊός διοργανώθηκαν κάποια event με αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί ένα σημαντικό οικονομικό ποσό αλλά η ενεργειακή κρίση με τον πόλεμο της Ουκρανίας εκτόξευσε τον προϋπολογισμό στο διπλάσιο. Ωστόσο ένας άνθρωπος του Συλλόγου έριξε στο τραπέζι την ιδέα να συμμετέχουν δωρητές και με αυτήν την κίνηση μαζεύτηκε το υπόλοιπο ποσό. Σημειώνω για την πολυπλοκότητα και τον όγκο της δουλειάς ότι τα εγκαίνια ήταν στις 7.00 το βράδυ και εγώ έβαλα την τελευταία βίδα στις 6.30».
Η Έμπνευση
Το ερώτημα που δημιουργείται σε κάθε καλλιτέχνημα είναι οι πηγές της έμπνευσης, αυτές που δημιουργούν το μονοπάτι που ακολουθεί ο καλλιτέχνης για να αποδώσει το πολυδιάστατο του αποτελέσματος. «Πρώτα διάβασα ιστορικά γεγονότα, ακολούθως μελέτησα τις κλασικές φωτογραφίες που υπάρχουν. Θα έλεγα ότι λειτουργώ στιγμιαία και με αυτόν τον τρόπο εσωκλείω την άμεση δύναμη της εικόνας. Σκέφτηκα μια γυναίκα να χαιρετά στην παραλία αυτούς που φεύγουν και αυτούς που έρχονται. Εκφράζει, αυτή η σκηνή, την προσμονή γα το μέλλον. Κοιτάζει προς την παραλία, περιτριγυρισμένη από θάλασσα. Πραγματικά και από ιστορικής πλευράς μιλούν για αυτό το λιμανάκι, ότι οι πρώτες βάρκες ακούμπησαν σε εκείνο το σημείο καθώς πάγκιαζε από τους ανέμους. Επίσης, οι ψαράδες, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες της εποχής, το συγκεκριμένο μέρος στην παραλία της Νέας Αρτάκης το είχαν για σημείο συνάντησης».
«Όλο το γλυπτό είναι σε μια σπείρα, μέχρι και το χέρι εξελίσσεται προτάσσοντας το μαντήλι. Αυτή η εξέλιξη αντηχεί την πορεία από τη Γη στον Ουρανό, υπονοεί κάτι το Θείο, συνδέει το Θάνατο με τη Ζωή. Όλα αυτά που περνάει κατά καιρούς η Ελλάδα έχουν την οσμή του θανάτου με τη σφαιρική έννοια, εκείνη της απομάκρυνσης, της φυγής, της επιλογής του αλλιώτικου, του άλλου».
Η Μικρασιάτισσα και η αιωνιότητα
Είναι γεγονός ότι από τεχνικής άποψης τα υλικά έχουν περιοδικότητα αντοχής και διατηρησιμότητας τα 300 χρόνια κάτι που σημαίνει ότι το έργο θα στέκεται αγέρωχο επηρεάζοντας το πανόραμα της Παραλίας της Νέας Αρτάκης για πολλές γενιές. Ο Γλύπτης συμφωνεί: «Το γλυπτό συνιστά ένα σύμβολο για τις επόμενες γενιές». Ωστόσο μεταφέρει και την ανησυχία του: «Αυτός ο τόπος δεν είχε τίποτα ώστε ο επισκέπτης φωτογραφηθεί. Ήθελα να φτιάξω κάτι για την πόλη μου αμέσως μετά την αποφοίτησή μου Σχολή Καλών Τεχνών για να προσφέρω και έτσι έφτιαξα ένα οικόσημο, τον Κύζικο, που έχει το σύμβολο της αρχαίας λύρας, δηλαδή το καβούκι της χελώνας με τα κέρατα. Στη Νέα Αρτάκη υπάρχει σε υψηλό βαθμό η παράδοση της Μικράς Ασίας. Η γιαγιά μου ήταν Μικρασιάτισσα, έχω ακούσει έντονα τα ιστορικά γεγονότα. Υπάρχει ακόμα η διάλεκτος και η προφορά της Μικράς Ασίας, οι κάτοικοι εδώ έχουν κάνει αγώνα με τα χορευτικά και τις φορεσιές».
Και καταλήγει: «Η μνήμη δεν σβήνει και ειδικά με ένα τέτοιο γλυπτό στην παραλία και ακριβώς αυτή η άσβεστη μνήμη είναι το μεγαλύτερο κέρδος που έχουμε ως κοινωνικό σύνολο».
Εν κατακλείδι, η Μικρασιάτισσα αποτυπώνει στη σμίλευσή της, την οδύνη μιας πόλης αρχικά κι ενός ολόκληρου λαού έπειτα, αποτολμώντας να συμβολίζει το μέλλον που δεν ξεχνάει το παρελθόν. Στέκεται περήφανη στο Λιμάνι της Νέας Αρτάκης, ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο του Ευβοϊκού και μετουσιώνοντας σε Τέχνη εκείνα τα ποιητικά λόγια του Γιώργου Σεφέρη: «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί».