Γράφει ο Γιώργος Θεοφίλης
Η Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) παρουσίασε την Ετήσια Έκθεση Υδατοκαλλιέργειας του 2022 επιθυμώντας την πληρέστερη και ολοκληρωμένη ενημέρωση για τον κλάδο. Με άξονα τις αξίες, το όραμα, τη φιλοδοξία των εργαζομένων και τις σύγχρονες προκλήσεις θα περιγράψουμε την εξέλιξη των κύριων οικονομικών και παραγωγικών μεγεθών του κλάδου, με έμφαση στη θαλάσσια ιχθυοκαλλιέργεια και την εκτροφή των δύο κύριων ειδών εμπορίας της χώρας, δηλαδή την τσιπούρα και το λαβράκι.
Η εκτροφή υδρόβιων οργανισμών είναι γνωστή στην Ελλάδα αιώνες, ωστόσο η υδατοκαλλιέργειά τους γνώρισε ταχύτατη ανάπτυξη στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση για αλιευτικά προϊόντα σε συνδυασμό με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, δηλαδή το κατάλληλο κλίμα, την ποιότητα των υδάτων αλλά και την εκτεταμένη ακτογραμμή, ώθησαν την ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας και σήμερα αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς κλάδους του πρωτογενούς τομέα ζωικής παραγωγής της χώρας.
Αν και το 1980 μόλις το 2% της εγχώριας παραγωγής αλιευτικών προϊόντων προερχόταν από την υδατοκαλλιέργεια και το υπόλοιπο 98% από τη συλλεκτική αλιεία, η αναλογία αυτή άρχισε να μεταβάλλεται σταδιακά. Από το 2003 η προσφορά προϊόντων υδατοκαλλιέργειας υπερβαίνει αυτήν της αλιείας. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων, το 65% της εγχώριας παραγωγής αλιευμάτων προήλθε από την υδατοκαλλιέργεια και το υπόλοιπο 35% από την αλιεία. Η δραστηριότητα αυτή έχει αναδειχθεί σε μια από τις πλέον ανταγωνιστικές για την Ελλάδα διατηρώντας μια από τις πρώτες ηγετικές θέσεις στην παραγωγή μεσογειακών ειδών σε ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο.
Στην Ελλάδα εκτρέφονται θαλάσσιοι μεσογειακοί ιχθύες, δηλαδή κυρίως η τσιπούρα και το λαβράκι και σε ένα μικρότερο ποσοστό άλλα μεσογειακά είδη, όπως μυτάκι, κρανιός, συναγρίδα, φακρί κ.α. Η εκτροφή ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας είναι μια παραγωγική διαδικασία που αντιγράφει τους μηχανισμούς της φύσης, διαρκεί περίπου 16-18 μήνες μέχρι το ψάρι να φτάσει το εμπορικό μέγεθος των 400 γραμμαρίων και απαιτεί επιστημονική κατάρτιση και εξειδικευμένη τεχνογνωσία. Η παραγωγική διαδικασία ξεκινάει στον ιχθυογεννητικό σταθμό, όπου οι γεννήτορες (ενήλικα ψάρια) με ελεγχόμενες συνθήκες φωτισμού και θερμοκρασίας παράγουν αυγά τα οποία γονιμοποιούνται με φυσικό τρόπο, και στη συνέχεια συλλέγονται και εκκολάπτονται και γίνονται λάρβες (νύμφες). Όταν οι λάρβες μεταμορφωθούν σε ιχθύδια αρχίζει η παροχή ξηράς τροφής σε μορφή μικρών κόκκων και μεταφέρονται σε μεγαλύτερες δεξαμενές. Στο τελευταίο στάδιο τα ιχθύδια (γόνος) μεταφέρονται σε ιχθυοκλωβούς στη θάλασσα και εκτρέφονται εκεί μέχρι την αλίευσή τους. Στο στάδιο αυτό χρησιμοποιούνται ιχθυοτροφές αυστηρών προδιαγραφών, ζωικής και φυτικής προέλευσης, όπως ιχθυάλευρα και ιχθυέλαια, άλευρα με βάση τη σόγια και το σιταρά, ίνες βιταμίνες και ιχνοστοιχεία. Η δεύτερη πιο σημαντική κατηγορία υδατοκαλλιέργειας, η οποία πραγματοποιείται σε θαλάσσια ύδατα είναι η οστρακοκαλλιέργεια, με το μεσογειακό μύδι να εκτρέφεται σχεδόν αποκλειστικά. Εκτός από τις θαλάσσιες υδατοκαλλιέργειες ιδιαίτερη θέση κατέχει η υδατοκαλλιέργεια εσωτερικών υδάτων και σήμερα δραστηριοποιούνται 87 μονάδες εντατικής εκτροφής ιχθύων, με κυριότερο είδος την ιριδίζουσα πέστροφα ενώ σε μικρότερη κλίμακα εκτρέφονται ο κυπρίνος και το ευρωπαϊκό χέλι. Τα τελευταία χρόνια ο κλάδος έχει στραφεί σε πολύ μικρό βαθμό και σε υδρόβια φυτά με πολύ έντονο ενδιαφέρον όπως το κυανοβακτήριο σπιρουλίνα, το μακροφύκος ulva κ.α., τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως συμπληρώματα διατροφής, πρώτη ύλη στη βιομηχανία καλλυντικών, βιοκαύσιμα κλπ.
Το 2021 οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων της χώρας ανήλθαν συνολικά σε 3.6 εκατομμύρια τόνους αξίας 3.1 δις. Ευρώ. Τα ψάρια κατατάχθηκαν στην 3η θέση ως προς την αξία εξαγωγών μετά τα φρούτα/λαχανικά και τα γαλακτοκομικά και στην 10η θέση ως προς τον όγκο εξαγωγών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων. Ο συνολικός όγκος εξαγωγών αλιευμάτων ανήλθε σε 160.471 τόνους αξίας 806.9 εκατ. Ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν το 63% του όγκου και της αξίας ήταν εξαγωγές ελληνικής τσιπούρας και λαβρακίου ιχθυοτροφείου. Η καθαρή συμμετοχή στο ΑΕΠ το 2021 της κατηγορίας «ψάρια και παρασκευάσματα αυτών» ήταν 263.1 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 9,7% της αξίας του συνόλου των αγροτικών εξαγωγών της χώρας.
Λόγω μεγέθους του κλάδου στην Ελλάδα καταγράφεται ένα από τα υψηλότερα ποσοστό απασχόλησης επί του συνόλου των απασχολούμενων στον κλάδο της υδατοκαλλιέργειας στην Ε.Ε. Στο γενικό σύνολο, μόνιμο και έκτακτο προσωπικό, ο αριθμός των εργαζομένων ανήλθε το 2020 σε 4.236 άτομα, παρουσιάζοντας σε σχέση με το 2019 αύξηση 1.5% οφειλόμενη στην πρόληψη μονίμου προσωπικού. Αν υπολογίσουμε και τις έμμεσες θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται από τις συνοδευτικές – υποστηρικτικές υπηρεσίες του κλάδου (παρασκευαστήρια ιχθυοτροφών, εξοπλισμός, ιχθυοκιβώτια, μεταφορές κλπ) τότε εκτιμάται πως συνολικά απασχολούνται άμεσα και έμμεσα περίπου 12.000 εργαζόμενοι διαφόρων ειδικοτήτων (επιστημονικό, τεχνικό και εργατικό προσωπικό).
Η εξέλιξη των πωλήσεων διαχρονικά δείχνει πως ο κλάδος της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας είναι έντονα εξωστρεφής. Περίπου το 80% της παραγωγής διατίθεται σε αγορές εκτός Ελλάδας με μηνιαίες εξαγωγές που κυμαίνονται από 6.500 – 9.500 τόνους και το υπόλοιπο 20% διατίθεται στην εγχώρια αγορά. Το 2021 καταγράφηκαν εξαγωγές σε 40 χώρες διεθνώς, οι οποίες κυμαίνονται από 390 τόνους στη Λιβερία μέχρι 39.907 τόνους στην Ιταλία. Το 58% των εξαγωγών ήταν τσιπούρα και το 42% λαβράκι. Σχεδόν το σύνολο των πωλήσεων ήταν νωπά ψάρια και μόλις το 0,8% κατεψυγμένα. Αναλυτικότερα το 2021 εξήχθησαν συνολικά 100.361 τόνοι τσιπούρας και λαβρακίου αξίας σχεδόν 499 εκατ. ευρώ σημειώνοντας αύξηση 9,3% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το 2020. Οι κυριότερες αγορές ωστόσο είναι στην Ε.Ε όπου παραδοσιακά η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία απορροφούν πάνω από τη μισή ελληνική παραγωγή. Σε αυτές τις 3 χώρες πωλήθηκαν το 2021 σχεδόν 72.800 τόνοι και αντιστοιχούν στο 58% της ελληνικής παραγωγής ή στο 72% των εξαγωγών. Στρατηγικός πόλος ανάπτυξης για το 2023 αποτελεί η αγορά της Βόρειας Αμερικής και συγκεκριμένα η Πολιτεία της Νέας Υόρκης, η οποία έχει έκταση 141.297 τ.χλμ. και πληθυσμό 20.448.194 κατοίκους. Τόσο σε κατανάλωση αλιευμάτων όσο και στην εικόνα του food branding η Νέα Υόρκη θεωρείται ότι θα αποτελέσει το εφαλτήριο ώστε το ελληνικό ψάρι να ενταχθεί στην γαστρονομία των ΗΠΑ.
Καθώς η ζήτηση για αλιευτικά προϊόντα και κατ’ επέκταση η παραγωγή ιχθυοκαλλιέργειας αυξάνεται διαρκώς η Τεχνική Επιτροπή ΕΛΟΠΥ και τα μέλη της εργάζονται με συνέπεια για να ελαχιστοποιήσουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της παραγωγής προϊόντων μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας. Επίσης οι δραστηριότητος των μελών του ΕΛΠΥ προωθούν τη δίκαιη μεταχείριση και τις ασφαλείς συνθήκες εργασίας για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου. Επίσης αναπτύσσονται και επικαιροποιούνται διαρκώς πρωτόκολλα ασφαλείας, ενώ πραγματοποιούνται και ετήσιες εκπαιδευτικές συνεδρίες για θέματα ασφάλειας σε εταιρικό επίπεδο. Οι εταιρείες των Μελών της ΕΛΟΠΥ καλύπτονται από συμβάσεις εργασίας που εξασφαλίζουν κατ’ ελάχιστο τις προβλέψεις και τα δικαιώματα της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης, ενώ τηρούν την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Επιπλέον οι εργαζόμενοι του κλάδου ενθαρρύνονται και υποστηρίζονται να λάβουν μεταπτυχιακές σπουδές και διπλώματα σχετικά με τις ανάγκες των εταιρειών τους, όπως και να παρακολουθούν εκπαιδευτικά συνέδρια σχετικά με όλες τις ιχθυοκαλλιεργητικές δραστηριότητες.
Το επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας και Θάλασσας 2014-2020 (Ε.Π.ΑΛ.Θ) είναι ένα εθνικό σχέδιο στο οποίο παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο θα αξιοποιήσει κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ τα κονδύλια που έχει στη διάθεσή του από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας (ΕΤΘΑ) για την ανάπτυξη της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας. Εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση τον Οκτώβριο του 2015 με συνολική Δημόσια Δαπάνη 523.406.309 Ευρώ. Η διάρκεια εφαρμογής του προγράμματος είναι επταετής και βασίζεται σε έξι προτεραιότητες που είναι κοινές σε όλη την Ε.Ε. Το 2021 σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης Ε.Π. Αλιείας & Θάλασσας η πρόοδος υλοποίησης του Προγράμματος από την έναρξη του έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020 διαμορφώνεται ως εξής. Έχουν ενεργοποιηθεί συνολικά 25 μέτρα από τα 43 που προβλέπονται στο πρόγραμμα. Η ενεργοποίηση του Προγράμματος μέσω των αντίστοιχων προσκλήσεων ανήλθε σε 472.160.367,84 που αντιστοιχεί σε ποσοστό 92% της Δ.Δ. του Προγράμματος. Η συνολική Δημόσια Δαπάνη όλων των ενταμένων πράξεων (2.263) ανήλθε σε 472.160.367,84 € που αντιστοιχεί στο 91.83% της Δ.Δ του Προγράμματος. Η συνολική απορροφητικότητα του προγράμματος δηλαδή οι πληρωμές που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι το τέλος του 2021 ανέρχονται σε 162.707.127,14 € και αντιστοιχούν στο 31,64% της Δ.Δ. του Προγράμματος.
Παράλληλα το 2021 ξεκίνησε η σύνταξη του νέου Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας Θάλασσας και Υδατοκαλλιέργειας 2021-2027 (ΠΑΛΥΘ). Το ΠΑΛΥΘ δεν έχει την εξειδίκευση των μέτρων που υπήρχαν στο ΕΠΑΛ 2014-2020 αλλά περιγράφονται γενικοί στόχοι και τα Κράτη Μέλη έχουν την ευελιξία να εξειδικεύσουν και να προσαρμόσουν τα μέτρα ανάλογα με τις ανάγκες τους. Όσον αφορά στην υδατοκαλλιέργεια ο κλάδος συμμετείχε σε μια διαβούλευση στο αρχικό προσχέδιο του ΠΑΛΥΘ το οποίο τώρα βρίσκεται υπό επεξεργασία από την Κομισιόν και αναμένεται να εγκριθεί.
Το όραμα ανάπτυξης της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας όπως είχε τεθεί στο Πολυετές Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για την ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα βασίζεται στην υλοποίηση 4ων στρατηγικών προτεραιοτήτων που έχουν τεθεί από την Πολιτεία κατόπιν διαβούλευσης με τον κλάδο. Αρχική προτεραιότητα είναι η απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών με μια διαδικασία εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου ίδρυσης και λειτουργίας των μονάδων διότι ήταν πολύπλοκο και γραφειοκρατικό. Δεύτερη προτεραιότητα αποτελεί η ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού με βάση το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο των Υδατοκαλλιεργειών το οποίο προσδιορίζει θαλάσσιες περιοχές που πληρούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για την ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών. Τρίτη προτεραιότητα συνιστά η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσα από τη μείωση του κόστους παραγωγής και τις δράσεις προώθησης, ιδίως σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου ανταγωνισμού από εισαγόμενα προϊόντα τρίτων χωρών. Τελευταία προτεραιότητα σε ένα περιβάλλον άνισου ανταγωνισμού από τα εισαγόμενα προϊόντα τρίτων χωρών είναι η υποχρεωτική εφαρμογή ευρωπαϊκών και εθνικών προδιαγραφών για την προστασία του περιβάλλοντος, την υγεία και ευζωία των εκτρεφόμενων οργανισμών και την προστασία του καταναλωτή με την καθιέρωση ισότιμων όρων ανταγωνισμού.
H Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) ιδρύθηκε το 2016, όταν τα αρχικά 21 Μέλη, αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να υποστηρίξουν με δικούς τους πόρους, τη δημιουργία εθνικής ταυτότητας για τα προϊόντα της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας και την προώθησή τους σε επιλεγμένες αγορές. Σήμερα, η ΕΛΟΠΥ αποτελείται από 23 Μέλη, η παραγωγή των οποίων αντιπροσωπεύει το 80% της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας. Εκτός από ένα σύνθετο πλέγμα δράσεων προώθησης, η ΕΛΟΠΥ παρέχει πολύπλευρη υποστήριξη και οφέλη στα Μέλη της, όσον αφορά στη συνεργασία, την υποστήριξη, τη συμβουλευτική, τη δικτύωση, την ανάπτυξη, την εκπαίδευση, τη συλλογικότητα, την πρόοδο, την επίλυση προβλημάτων, την επικοινωνία με τους κρατικούς φορείς και πολλά άλλα.
Κεντρική αποστολή, η διαφοροποίηση του φρέσκου ελληνικού ψαριού με την ταυτότητα FISH FROM GREECE από τα ψάρια άλλων χωρών, και η ανάδειξη του ως leader στην ιχθυοκαλλιέργεια. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται μέσα από τη δημιουργία και την εδραίωση της ελληνικής ταυτότητας και των ανώτερων χαρακτηριστικών των φρέσκων ελληνικών ψαριών που εκτρέφονται με εξαιρετική φροντίδα στο φυσικό τους περιβάλλον, σε μονάδες που βρίσκονται σε ιδανικές τοποθεσίες στην ελληνική ακτογραμμή, από εξειδικευμένους επαγγελματίες με εμπειρία, γνώση και πάντα σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές προδιαγραφές.