Με αφορμή την παράσταση «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε διασκευή και σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη, που έρχεται στο Δημοτικό Θέατρο Ορέστη Μακρή στη Χαλκίδα την Κυριακή 25 Αυγούστου, το GHETTO μίλησε με έναν εκ των δύο πρωταγωνιστών της παράστασης, Γιώργο Χρυσοστόμου, προκειμένου να αποκτήσει μια πιο διευρυμένη εικόνα του σκοπού και του περιεχομένου της παράστασης, αλλά και της οπτικής και του οράματος των συντελεστών της.
Ο Γιώργος είναι ένας ωραίος συνομιλητής, καθώς είναι ειλικρινής και πρόθυμος να μοιραστεί κομμάτια δικά του μέσα στην κουβέντα. Η Ελένη Τσολάκου του έθεσε κάποια ερωτήματα από την σκοπιά του θεατή, και η συζήτηση δεν άργησε να πάρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ροή.
Τι σας έκανε να επιλέξετε το συγκεκριμένο έργο για τη φετινή καλοκαιρινή σας περιοδεία;
Πάντοτε σε αυτή τη διαδικασία υπάρχουν κάποιες προτάσεις στα ανώτερα κλιμάκια, δεν τα φτάνω εγώ αυτά αλλά κάπως μετράει και η γνώμη μου πλέον, και από τις δύο – τρείς επιλογές συμφωνήσαμε με το σκηνοθέτη Άρη Μπινιάρη πως αυτή ήταν η πιο ταιριαστή. Αυτός ο κόσμος των Ορνίθων ταίριαζε αρκετά στην ιδιοσυγκρασία της ομάδας. Επίσης, παρόλο που δεν καθόριζα εγώ την επιλογή, ήθελα μέσα μου να είναι κωμωδία γιατί μου αρέσει από το ένα έργο που παίζω στο άλλο να υπάρχει μια απόσταση. Να μην είναι όλα δραματικά, για παράδειγμα, διαρκώς, ή όλα κωμικά διαρκώς. Το έργο αυτό είναι ένα διάσημο έργο, είναι ένα αγαπημένο έργο της Επιδαύρου, και νομίζω πως το φτιάξαμε πολύ ωραία. Επίσης, κάτι που έχει δηλώσει δημόσια ο σκηνοθέτης και με αφορά και εμένα, είναι το πως αυτό το έργο πραγματεύεται την έννοια του «μαζί», ειδικά αυτό τον καιρό. Το «μαζί» και το «συνοδοιπόρος», ήταν δύο λέξεις κλειδιά που είχαμε πολλή ανάγκη να εκφράσουμε προς τα έξω.
Πώς αφορά το σύγχρονο άνθρωπο ένα έργο του 414 π.Χ;
Επειδή τα έργα αυτά είναι γραμμένα από ανθρώπους για ανθρώπους, και κάποια πράγματα δεν αλλάζουν και πολύ μέσα μας, πάντοτε θα βρίσκουμε πράγματα να «κουμπώνουν» μέσα μας. Μπορεί η ιστορία να μην είναι η ίδια, γιατί αυτά συνήθως γράφονταν πριν ή μετά από κάποιους πολέμους και γενικότερα περιόδους δύσκολες, παρόλα αυτά εμάς πάντα μας εκπλήσσει το πως γίνεται να γράφτηκαν τόσο παλιά και να μιλάνε για το σήμερα. Και πάντοτε έρχεται ο κόσμος και λέει ότι είναι σα να συμβαίνει τώρα. Δεν ξέρω πως το έχουν καταφέρει αυτό το μαγικό, αλλά θεωρώ πως συμβαίνει με όλα τα έργα γιατί είναι «λέξεις», και οι λέξεις μεταφέρονται, απλώς «δονούνται» διαφορετικά κάθε φορά. Ας πούμε, αν πούμε «έρωτας» καταλάβαιναν και πριν πέντε χιλιάδες χρόνια τι είναι, και αν ακούσεις σήμερα «έρωτας» ταυτίζεσαι αντίστοιχα με το δικό σου τον έρωτα, τον «τωρινό». Επίσης, έννοιες και αξίες όπως «πολιτική», «διαφθορά», και τα σχετικά που μπορεί να ακουστούν σε μια παράσταση, αναγκαστικά τις προβάλλεις μέσα από την εποχή τη δική σου.
Υπάρχει ένας διχασμός του κοινού ως προς το πως είναι καλύτερο να μεταχειρίζεται η Ελληνική θεατρική κληρονομιά. Κάποιοι επικροτούν την ανάπλαση και εξέλιξη των κειμένων, και κάποιοι το θεωρούν αυτό αλλοίωση του χαρακτήρα του έργου. Ποια είναι η γνώμη σου πάνω σε αυτό;
Θα συμφωνήσω και με τους δύο, αλλά θα πω πως εξαρτάται από το «πλαίσιο». Όταν ένα κείμενο το πιάνεις για να το διδάξεις σε ένα Πανεπιστήμιο, δε μπορείς να το αλλάξεις. Όταν ένα κείμενο το πιάνεις για να το κάνεις προφορικό λόγο, επιβάλλεται να το διασκευάσεις για να μπορεί να επικοινωνήσει. Δε μπορείς ας πούμε να χρησιμοποιείς εμμονικά λέξεις, φράσεις και έννοιες, σα να τους λες «πηγαίνετε όλοι στο Πανεπιστήμιο να διαβάσετε, και μετά ελάτε να καταλάβετε τι λέω». Πρέπει να το κάνεις για τον κόσμο. Εγώ, το λέω μέσω εμού πάντοτε. Δεν είναι ο νόμος ότι έτσι πρέπει να γίνεται, αλλά και εγώ χρειάζομαι να καταλαβαίνω για να αποδώσω το νόημα, και αυτό που θέλει όντως να πει ο συγγραφέας. Από την άλλη, όσον αφορά το κομμάτι της διασκευής, ειδικά(!) όταν μιλάμε για τον Αριστοφάνη, μιλάμε για ένα έργο του 400 π.Χ που είναι γραμμένο με αστεία του τότε, που σημαίνει ότι τα 3/5 που έργου δε μπορούν να επικοινωνήσουν. Αν δηλαδή οι θεατές πάρουν την ακριβή μετάφραση του κειμένου, πραγματικά θα πουν «τι μπούρδα είναι αυτή», γιατί θα πρέπει να ανατρέχουν κάθε τρείς στοίχους στο ποιος ήταν ο τάδε, τι εννοούσαν με το αστείο του τότε, κτλ. Το χιούμορ εξελίσσεται. Εμείς παρόλα αυτά, αποφασίσαμε σαν παράσταση να μη βάλουμε επικαιρικά στοιχεία. Δηλαδή δε θα πούμε κάτι που θα έχει σχέση με το 2024, απλά οι λέξεις που θα χρησιμοποιούμε θα είναι λέξεις του «τώρα», όχι απαραίτητα ιντερνετικές, αλλά σε μια ενδιάμεση περιοχή η οποία θα πρέπει να επικοινωνεί. Οπότε, αναγκαστικά πρέπει να το κάνεις αυτό αν είναι για μια παράσταση που είναι να τη δει πολύς κόσμος, και αφορά καλοκαιρινή περιοδεία που θα έρθουν παιδάκια, άνθρωποι που φέρνουν τις οικοκογένειές τους, και θα πρέπει να τους αφορά. Και η διασκευή πάλι, έχει διαβαθμίσεις. Εμείς, σε αυτή την παράσταση συγκεκριμένα, το ψαλλιδίσαμε από τα περιττά αστεία, τις βωμολοχίες του Αριστοφάνη, και κρατήσαμε αυτούσια την ιστορία.
Άρα εξαρτάται από το «σε ποιόν απευθύνεται» κάθε φορά το έργο..
Ακριβώς. Και δε μπορούμε να το κρίνουμε ποτέ, γιατί καταλαβαίνω ότι κάποιοι άνθρωποι των γραμμάτων προσβάλλονται και το παίρνουν προσωπικά, θεωρώντας πως «διαλύουμε» το κείμενο επειδή το διασκευάζουμε, αλλά ποτέ δεν ξέρει κάποιος από αυτούς που κρίνει, πως είναι να παίζεις πάνω στη σκηνή κάτι που δεν καταλαβαίνει κανένας. Για να περάσει αυτό το νόημα, αναγκαστικά πρέπει το έργο να περάσει από αυτό το δρόμο, διαφορετικά είναι σκέτη ξύλινη γλώσσα και κανείς δεν καταλαβαίνει, και εν τέλει δεν την κάνει τη δουλειά του έργο.
Πως επηρεάζεται το κάθε ανέβασμα του έργου από το κοινό της εκάστοτε περιοχής;
Αυτό είναι λίγο ρίσκο η αλήθεια είναι. Δε μπορούμε να ξέρουμε πως θα αντιδράσει ο κόσμος στην Καβάλα, πως θα αντιδράσει στην Επίδαυρο, και πως θα αντιδράσει στη Χαλκίδα. Παρόλα αυτά, προσπαθούμε να πιάσουμε μια κοινή γλώσσα και από ΄κει και πέρα αν πιάσει, έπιασε γιατί δεν υπάρχει κάποια ακριβής συνταγή για το πως μπορούν να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Δε γίνεται άλλωστε να είναι οι πάντες ευχαριστημένοι.
Τι ρόλο παίζουν οι περιοδεύοντες θίασοι στην πολιτιστική καλλιέργεια της χώρας;
Το σημαντικότερο. Χαίρομαι πολύ που είμαι από τους ηθοποιούς που έχω κάνει 17-18 περιοδείες από 20 ετών που βγήκα από τη Σχολή. Το παρακολουθώ αυτό, το με πόση αγάπη έρχεται ο κόσμος μέσα στη ζέστη και διανύοντας χιλιόμετρα. Και όσο σκέφτομαι ότι στο παρελθόν αυτό γινόταν με τα πόδια ή με κάρα, με συγκινεί ακόμα περισσότερο. Πέραν του ότι είναι μια γιορτή, αρκετοί έρχονται χωρίς να ξέρουν και πολλά, απλά λένε «πάμε θέατρο», αλλά εν τέλει αυτό μετά την παράσταση κάτι μετακινεί. Πολύ λίγο, αλλά κάτι μετακινεί. Και αν μετακινεί κάτι πολύ λίγο στον έναν, στους χίλιους πεντακόσιους μετακινείται κάτι πολύ μεγάλο. Ήρθε φέτος μια θεατής κάπου, δε θυμάμαι που, και μου λέει «πήγα στη δουλειά και ήθελα να αυτοκτονήσω, και μετά είδα την παράσταση και είδα τη ζωή λίγο καλύτερα». Αυτό εμένα με συγκίνησε. Ο καθένας κάτι παίρνει, και ο καθένας έχει το δρόμο του. Κάποιος παίρνει από την εκτόνωση του γέλιου και είναι ευχαριστημένος από αυτό, άλλος παίρνει από τα συγκινητικά κομμάτια, άλλος παίρνει από τα βίαια κομμάτια, άλλος από τη μουσική, άλλος από τα κουστούμια, ή από τα χρώματα. Ο καθένας δηλαδή, «κουμπώνει» σε σχέση με διαφορετικά πράγματα. Το θέμα είναι ότι μετακινείται. Όσο ο κόσμος πηγαίνει στο θέατρο, και μιλάω για το θέατρο γιατί είναι η μητέρα των τεχνών αφού εμπερικλείει όλες τις τέχνες, η τέχνη λειτουργεί θεραπευτικά σε αυτόν γιατί κάτι κάνει στην ψυχή του. Πολλές φορές δεν ξέρει τι είναι, αλλά κάτι του κάνει σίγουρα. Αυτό το ξέρω γιατί έρχονται θεατές που λένε «πουλάκι μου, εγώ δεν έχω ξαναδεί θέατρο, αλλά έκλαψα». Αυτό είναι αρκετό. Μπορεί να μην αλλάξει τον κόσμο αυτό, αλλά όταν κάτι μετακινείται μέσα μας μπορεί να κάνουμε κάτι ή να επηρεάσουμε κάποιον δίπλα μας, και έτσι γίνεται σιγά σιγά η αλλαγή.
Τι προσδοκίες έχετε εσείς ως ερμηνευτές και «αφηγητές» αυτής της ιστορίας, από το μοίρασμά της με τον κόσμο μέσα από την οπτική που έχετε επιλέξει;
Η βασική προσδοκία, η οποία δεν είναι υποδεέστερη των άλλων, είναι να το ευχαριστηθούν. Δηλαδή, θέλουμε να περάσουν ωραία, και να καταλάβουν την ιστορία, που είναι το βασικότερο να είναι αυτό καθαρό. Τώρα τα υπόλοιπα, είναι σε πιο λεπτές αποχρώσεις. Εμείς πάντα θέλουμε ο κόσμος να φεύγει ευχαριστημένος. Το αν του άρεσε ή δεν του άρεσε δεν έχει καμία απολύτως σημασία γιατί είναι τελείως υποκειμενικό, και έχει να κάνει και με την ημέρα του καθενός. Και εγώ μπορεί να δω μια παράσταση σε μια μέρα που δεν είμαι καλά, και να μη μου αρέσει, αλλά όχι γιατί δεν είναι καλή η παράσταση, αλλά γιατί δεν είμαι καλά εγώ. Και αυτό που επίσης θέλουμε, είναι να συνεχίσει ο κόσμος να έρχεται στο θέατρο. Και όχι για οικονομικούς λόγους, είναι γιατί στα αλήθεια η κούραση είναι τόση και για εμάς, είναι τόση και για αυτούς που έρχονται από τις δουλειές και τις υποχρεώσεις τους, και εκείνο το δίωρο της παράστασης είναι κάτι που λειτουργεί ενωτικά. Μετά θα πάει ο καθένας σπίτι του, αλλά είναι πολύ συγκινητικό να ενωθούν τόσοι πολλοί άνθρωποι για ένα δίωρο και να κάτσουν όλοι ήσυχοι.
*Info: Στην παράσταση «Όρνιθες», πρωταγωνιστούν ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος και ο Γιώργος Χρυσοστόμου με τους ρόλους του Πεισθέταιρου και του Ευελπίδη, και το θίασο απαρτίζουν επίσης μία πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών: Μιχάλης Βαλάσογλου, Στέλιος Ιακωβίδης, Θανάσης Ισιδώρου, Τάσος Κορκός, Κώστας Κορωναίος, Σοφία Κουλέρα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαρία Κυρώζη, Ερρίκος Μηλιάρης, Μάριος Παναγιώτου, Κυριάκος Σαλής, Αλεξία Σαπρανίδου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ειρήνη Τσέλλου, θα προσπαθήσουν να ιδρύσουν τη δική τους ιδανική πολιτεία στους αιθέρες μακριά από τους ανθρώπους.
Δημοτικό Θέατρο «Ορέστης Μακρής»
Ημέρα: Κυριακή 25 Αυγούστου
Ώρα: 21:00
Εισιτήρια από 20 ευρώ
Προπώληση Εισιτηρίων:
https://www.more.com/theater/ornithes-tou-aristofani-1/
Χορηγός Επικοινωνίας: GHETTO Magazine