Γράφει ο Γιώργος Θεοφίλης
«Και εμείς οι ίδιοι αισθανόμαστε πως αυτό που κάνουμε είναι σταγόνα στον ωκεανό. Αλλά ο ωκεανός θα ήταν μικρότερος αν έλειπε αυτή η σταγόνα», μας έχει αναφέρει η Μητέρα Τερέζα, Καθολική καλόγρια, φιλάνθρωπος και Αγία. Η φράση αυτή εκφράζει την ιδεατή, ουτοπική εκδοχή της φιλανθρωπίας σε έναν κόσμο στον οποίο αυτή συνδέεται με την προβολή στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα gala με τη συμμετοχή των celebrities και τη συνδήλωση του αισθήματος προσφοράς με την εταιρική κοινωνική ευθύνη πανίσχυρων πολυεθνικών.
«Η φιλανθρωπία ανακουφίζει τη συνείδηση των πλούσιων πολύ πριν ανακουφίσει τα στομάχια των φτωχών». Τάδε έφη ο Alfred Sauvy, Γάλλος οικονομολόγος και ίσως να επιβεβαιώνεται με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2021, καθώς o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό (στο πλαίσιο του προγράμματος «Ευρώπη 2030», αναφορικά με την καταπολέμηση της φτώχειας, έχει τεθεί ως στόχος «να μειωθούν κατά 15 εκατομμύρια τα άτομα που βρίσκονται ή που κινδυνεύουν να βρεθούν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκ των οποίων τα 5 εκατομμύρια να είναι παιδιά» έως το έτος 2030), ανέρχεται στο 28,3% του πληθυσμού της Χώρας (2.971.200 άτομα), παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2020 κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες.
Το κοινωνικό κράτος υποβοηθείται από την έννοια της φιλανθρωπίας όταν στατιστικά φαίνεται να αποτυγχάνει να προσφέρει ασφαλείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκης διαβίωσης. Ο όρος φιλανθρωπία ιδιαίτερα όταν συνδέεται με το εύθραυστο της παιδικής ηλικίας μπορεί να συγκινεί μια κοινωνία η οποία ψάχνει εξαγνισμό για τις αμαρτίες της, που δεν είναι άλλες από τον υπερβολικό πλουτισμό των λίγων, την αδιαφορία των ευημερούντων και την ανέχεια των κυβερνόντων. Η απροκάλυπτη εμφάνιση της φτώχιας, η διάρρηξη του οικογενειακού ιστού και της κοινωνικής συνοχής αλλά και η αλλοτρίωση του ατόμου δημιουργούν συνθήκες ένδειας σε πολλά νοικοκυριά επηρεάζοντας τον πιο αθώο και απροστάτευτο κρίκο της κοινωνικής αλυσίδας, το παιδί.
Η Δόμνα Μιχαηλίδου, Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αρμόδια για θέματα Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε μια συγκινητική συνέντευξή της μας αναλύει έναν θεσμό, που θα μπορούσε να αντικαταστήσει την υποκριτική φιλανθρωπία ή αλλιώς να μας κάνει όλους συμμετοχικά φιλάνθρωπους, το θεσμό της αναδοχής. «Στην Ελλάδα, οι αναδοχές θεωρούνται ένα στάδιο πριν από την υιοθεσία ενός παιδιού. Δεν είναι όμως έτσι. Ή, πιο σωστά, δεν είναι πάντα έτσι. Η αναδοχή είναι θεσμός αποκατάστασης των παιδιών, έως ότου οριστικά εκτιμηθεί από τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες ότι μπορούν να ζήσουν με τη βιολογική τους οικογένεια. Υπάρχουν περιπτώσεις που οι γονείς μπορεί να είναι σε κάποιο σωφρονιστικό ίδρυμα, να μην έχουν πόρους να μεγαλώσουν τα παιδιά τους ή να αδυνατούν να τα αναθρέψουν λόγω εξαρτήσεων και προβλημάτων υγείας. Άρα, μια ανάδοχη οικογένεια παρέχει προσωρινά τη φροντίδα της σε παιδιά που για νομικούς λόγους δεν μπορούν να υιοθετηθούν. Κάποιες φορές η αναδοχή μπορεί να καταλήξει σε υιοθεσία αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι γνωστό εκ των προτέρων. Είναι σημαντικό να μη μεγαλώνουν αυτά τα παιδιά μέσα σε δομές. Ακόμα και η καλύτερη δομή, δεν είναι σπίτι, δεν είναι οικογένεια. Η αναδοχή είναι μια πράξη γενναιοδωρίας αλλά και ευθύνης. Στοχεύει να προσφέρει στα βρέφη, στα μικρά παιδιά, ακόμη και στους εφήβους, στοργή, τρυφερότητα, ασφάλεια, οικογενειακή θαλπωρή, ερεθίσματα και αποκλειστική φροντίδα. Οικογένειες με παιδιά που είναι φοιτητές και τα δωμάτιά τους παραμένουν άδεια, άτομα που ως νέα επένδυσαν περισσότερο στην καριέρα τους και τώρα θέλουν να δώσουν στοργή και αγάπη σε ένα παιδί μπορούν να γίνουν ιδανικοί ανάδοχοι».
Συνεχίζοντας η κυρία Μιχαηλίδου επισημαίνει ότι «δικαίωμα στην υιοθεσία έχουν όλοι οι πολίτες που ζουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα, ως ζευγάρι αν είναι παντρεμένοι ή ως μονογονείς αν δεν υπάρχει σχέση γάμου. Η διαδικασία τόσο για το ζευγάρι όσο και για τον έναν γονέα είναι ακριβώς ίδια. Φυσικά δεν υπάρχουν διακρίσεις που να αφορούν στο φύλο, στο θρήσκευμα, στην οικονομική ευχέρεια κλπ. Στο νέο Εθνικό Σύστημα Αναδοχών και Υιοθεσιών είμαστε όλοι ίσοι. Παρατηρήσαμε ότι στο παρελθόν, όταν κάθε δομή αποφάσιζε σε ποιον θα «δώσει» κάθε παιδί, υπήρχαν διαχωρισμοί και προτιμήσεις άδικες, παράλογες αλλά και παράνομες. Η ευμάρεια, η κοινωνική θέση αλλά και οι προσωπικές γνωριμίες μπορεί να έπαιζαν τον ρόλο τους. Όλα αυτά έχουν πλέον τελειώσει. Το σύστημα είναι ψηφιακό, δίκαιο και απολύτως διαφανές».
Σε έναν κόσμο που κυριαρχεί η μνησικακία, η απώλεια της κοινωνικής συνείδησης και η αδιαφορία για το συνάνθρωπο υπάρχουν γονείς, άνθρωποι, ζευγάρια που σκέφτονται όπως μας περιγράφει η Υφυπουργός. «Οι περισσότεροι υποψήφιοι ανάδοχοι φοβούνται τον αποχωρισμό. Ανησυχούν ότι θα αγαπήσουν τόσο το παιδί, που ο αποχωρισμός, όταν και αν γυρίσει στην οικογένειά του, θα είναι εξαιρετικά δύσκολος. Στις περιπτώσεις που εγώ γνωρίζω, δεν υπάρχει ουσιαστικός αποχωρισμός. Ο ανάδοχος παραμένει στη ζωή του παιδιού με πολλούς τρόπους. Ως ο αγαπημένος νονός, θείος, κάπως σαν δεύτερος γονιός. Η σχέση, η επαφή δεν σταματά, δεν τελειώνει. Πιστεύω ότι, αν οι συμπολίτες μας αντιληφθούν το μεγαλείο αυτής της πράξης αλλά και τα οφέλη που θα έχουν από τη χαρά και την αγάπη που θα αποκομίσουν, θα σπεύσουν να γίνουν ανάδοχοι. Πρόκειται για μια ανιδιοτελή, για μια γενναία πράξη αγάπης και προσφοράς που πρέπει όλοι μας να επανεξετάσουμε».
Όλοι μας προσφέρουμε τον οβολό μας σε κάποιον άστεγο στο δρόμο, σε έναν ταλαιπωρημένο τοξικομανή που μας εκλιπαρεί, ανάβουμε ένα κεράκι στην εκκλησία για τη σωτηρία της ψυχής μας αλλά και των οικείων μας, επιλέγουμε να συνδράμουμε στα εθελοντικά προγράμματα κάποιων ΜΚΟ. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε τη ρήση του Ιερού Αυγουστίνου, «η φιλανθρωπία δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο για τη δικαιοσύνη που δεν απονεμήθηκε».