Γράφει ο Γιώργος Θεοφίλης
Ήταν 6 Δεκεμβρίου 1994. Κρύα νύχτα γεννήθηκα. Η Αθήνα δεν ήταν σαν το Λάγος στη Νιγηρία. Πολύβουη, κοσμοπολίτικη, φωτεινή. Ο μπαμπάς μου αισθανόταν την ευκαιρία. Μια ευκαιρία για εκείνον, περισσότερες για εμάς.
Ο μεγαλύτερος αδερφός μου ο Φράνσις παρέμεινε πίσω στην «πατρίδα», Νιγηρία λεγόταν μέχρι τότε, με τον παππού και τη γιαγιά. Εγώ ο Θανάσης, ο Κώστας και ο Αλέξης μάθαμε να ονειρευόμαστε στη νέα μας «πατρίδα», μια χώρα με πλούσια ιστορία, ξακουστή μυθολογία και γνωστή για μια πολιτική εφεύρεση, τη δημοκρατία.
Όλα αυτά βέβαια στα σχολικά βιβλία. Η ζωή μας τα έφερε αλλιώς. Μικρό το σπίτι στα Σεπόλια, συχνά χρειάστηκε να πουλήσω σε περαστικούς μικροπράγματα για να επιβιώσω, ο μπαμπάς μου δύσκολα έβρισκε εργασία.
Οι γονείς μου όμως ήταν υπερήφανοι άνθρωποι. Ο πατέρας μου πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στη Νιγηρία, ενώ η μητέρα μου αθλήτρια του άλματος εις ύψος. Ο αθλητισμός και οι δύσκολες συνθήκες επιβίωσης τους ενέπνευσαν σεβασμό για όλους και για όλα. Και πρώτα από όλα για αυτό που ονομάζεται πατρίδα.
Πραγματικά όπου γη και πατρίς. Οι γονείς μου αποφάσισαν να μου δώσουν ένα νιγηριανό και ένα ελληνικό όνομα. Όλοι σας με ξέρετε ως Γιάννη Αντετοκούνμπο. Εγώ όμως ονομάζομαι Γιάννης Σίνα-Ούγκο Αντετοκούνμπο, εκτός από ελληνικό έχω και νιγηριανό όνομα. Λένε ότι αν ξεχάσεις τις ρίζες σου, ξεχνάς τον εαυτό σου. Ο δικός μου ο πολιτισμός είναι να θυμάμαι το πριν και να πορεύομαι στο μέλλον. Άλλωστε ως Ούγκο με αντιμετώπισαν πολλές φορές. Το λέω όμως χωρίς παράπονο.
Τα ρατσιστικά και απάνθρωπα σχόλια ήταν στην καθημερινότητά μου. Η ζωή μου είχε δύο δρόμους. Ο ένας να λυπηθώ, να εκνευριστώ και να λιγοθυμήσω. Ο άλλος να αντιληφθώ ότι οι άνθρωποι είναι περίεργοι, κάποιες φορές δυστυχείς και κάποιες άλλες μνησίκακοι. Η κοινωνία έχει μια ισορροπία ανάμεσα στο καλό και το κακό. Αν επικρατήσει στην ψυχή σου το καλό, αυτό που θα σου συμβεί είναι απλά να βιώσεις την ευτυχία.
Παίζω μπάσκετ. Ξεκίνησα από το Φιλαθλητικό. Ξεχώριζα και με είδαν στο ΝΒΑ. Επιλέχθηκα στο νούμερο 15 του NBA Ντραφτ στις 4 Απριλίου του 2013 από τους Μιλγουόκι Μπακς. Η ζωή μου άρχιζε να αλλάζει. Είχα χρήματα να βοηθήσω τους γονείς μου και όσο κόσμο μπορούσα. Στον πλανήτη μας πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ανάγκη, ανάγκη για ιατρική φροντίδα, ανάγκη για χρήματα, ανάγκη για έναν καλό λόγο, ανάγκη για λίγη έμπνευση. Θέλω από τα βάθη της καρδιάς μου να γίνω για όλους αυτούς η ανάγκη. Γιατί κι εγώ έμαθα να παίζω μπάσκετ, να αγωνίζομαι και να μάχομαι από ανάγκη.
21 Ιουλίου 2021. Το ταξίδι μου ολοκληρώθηκε, ή μόλις ξεκίνησε. Είμαι πρωταθλητής ΝΒΑ, δηλαδή πρωταθλητής κόσμου στο μπάσκετ. Ανέβηκα στο υψηλότερο βάθρο της ιστορίας. Κατέκτησα την κορυφή μιας διαδρομής που είχε κόπους, θυσίες, μίση και έχθρες. Έγινα ένα πρότυπο με ιδανικά για όλα τα παιδιά του κόσμου, μικρά και μεγάλα. Τους έμαθα να είναι ακέραιοι χαρακτήρες, να βοηθούν το διπλανό τους και προπαντός να μην σταματήσουν να ονειρεύονται. Το όνειρο είναι η μητέρα της ελπίδας, κάθε ελπίδας.
Πριν από εμένα ήταν ο Michael Jordan που αναφώνησε «για να επιτύχεις θα πρέπει να γίνεις εγωιστής, αλλιώς δεν θα καταφέρεις ποτέ τίποτα. Μόλις όμως φτάσεις στο υψηλότερο επίπεδο των στόχων σου, τότε θα πρέπει να σταματήσεις να είσαι εγωιστής και να παραμείνεις προσιτός, χωρίς να απομονωθείς». Δεν ξέρω αν υπήρξα εγωιστής. Θέλω όμως να παραμείνω προσιτός και γήινος. Ίσως αυτός να είναι ο τρόπος να εμφυσήσω την ελπίδα, την ανάγκη, το όνειρο.
Και πάντα να θυμάστε αυτό. «Δεν αποθνήσκουν οι θεοί. Η πίστις αποθνήσκει του αχαρίστου όχλου των θνητών». Δεν σας το λέει ο Καβάφης, εγώ σας το λέω, ο Ούγκο με το Νούμερο 34, ο πρωταθλητής.