Ο Καπετάν Μιχάλης αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά του πολυσύνθετου και πολυδιαβασμένου βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη, το οποίο γράφτηκε στο τέλος της λογοτεχνικής πορείας του συγγραφέα, στις αρχές της δεκαετίας του 50.
Η φιλόδοξη προσπάθεια του σκηνοθέτη Κώστα Χαραλάμπους πλαισιώθηκε από τους ηθοποιούς Αιμίλιο Χειλάκη, Παναγιώτη Μπουγιούρη, Αλέκο Συσσοβίτη, Λουκία Μιχαλοπούλου και Τζένη Καζάκου.
Η ταινία αφορά μια πειστική μεταφορά του μυθιστορήματος, το οποίο ο σκηνοθέτης απέδωσε με σεβασμό στο Νίκο Καζαντζάκη, αφαιρώντας τις λογοτεχνικές περιγραφές και χρησιμοποιώντας την οικονομία της κινηματογραφικής εικόνας και λόγου, ίσως και κάποιες φορές με πομπώδες ύφος.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη του 1889, η οποία οικοδομεί επαναστατικό αναβρασμό και αιτήματα σύνδεσης με την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου ο αυθάδης και αγωνιστής καπετάν Μιχάλης είναι αποφασισμένος να πολεμήσει με κάθε κόστος μέχρι την απελευθέρωση του νησιού. Ξαφνικά, όμως, βιώνει μια πρωτόγνωρη εσωτερική πάλη, όταν αποκτά συναισθήματα για τη γυναίκα του αδελφοποιητού του από την Τουρκία, την Εμινέ.
Ο Χαραλάμπους επιλέγει να περιγράψει με αρκετή θεατρικότητα και ανοιχτά κινηματογραφικά κάδρα την κρητική κοινωνία εστιάζοντας στην ψυχοδραματουργική ανάπτυξη της ταινίας με κεντρικό πρόσωπο τον Καπετάν Μιχάλη. Απέφυγε να συνδιαλαγεί με την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων του Καζαντζάκη και κυρίως με τον πολυπρισματικό περιβάλλον στο οποίο γονιμοποιείται η κρητική επανάσταση. Στην αφήγηση απορρέει μια κοινωνία με έντονα τα στοιχεία του ανδρισμού και του σεξισμού, μια κοινωνία με αιμομικτική αίσθηση και πολυποίκιλα πάθη τα οποία υπερβαίνουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο θάνατος και η ερμηνεία του σε σχέση με την ελευθερία αναμοχλεύεται έντονα, ενώ η σκηνοθετική ματιά επεξεργάζεται την εκδίκηση και την προδοσία.
Ο κινηματογραφικός Καπετάν Μιχάλης αφορά ένα ψυχογράφημα χαρακτήρων ίσως όχι και τόσο διεξοδικά κατεργασμένων, ενώ διάχυτη είναι η ωμότητα του πολέμου, οι ανθρώπινοι ενδοιασμοί της μάχης, οι φόβοι και οι ανησυχίες που ανακύπτουν σε κάθε ανθρώπινη ζωή και η δειλία και το θάρρος που χρειάζεται κάθε κρίσιμη επιλογή.
Η παρουσίαση του εμβληματικού και πολυδιαβασμένου Καπετάν Μιχάλη στην μεγάλη οθόνη, τη σημερινή εποχή με τις σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, επιτυγχάνει να επαναφέρει στο προσκήνιο την αντρειοσύνη εκείνη της κρητικής γενιάς και η οποία έχει το χρώμα της μυθοπλαστικής εικόνας του πατέρα του Καζαντζάκη. Στην ταινία αυτή η επαναστατική ρωμιοσύνη γονιμοποιείται και εμποτίζεται και στις επόμενες γενιές, ένα μήνυμα που ίσως θα μπορούσε να εξετασθεί με ένα περισσότερο συνταρακτικό τέλος.
Η ερμηνεία του Αιμίλιου Χειλάκη ως Καπετάν Μιχάλη είναι βαρύγδουπη και το πλήρως κρητικό βλέμμα του παρασύρει το θεατή. Άλλωστε σε αυτόν τον εμβληματικό ηθοποιό, σκηνοθετικά και δραματουργικά, εστίασε ο Χαραλάμπους ώστε να αποδώσει το χαρακτήρα που επιδίωκε να περιστρέφεται η κινηματογραφική απόδοση του λογοτεχνικού έργου.
Η αναπαράσταση του κρητικού σκηνικού της εποχής κυριαρχείται από τα εντυπωσιακά πλάνα του ανυπέρβλητου και απαράμιλλου κρητικού τόπου, όμορφα ενταγμένο στο σκηνοθετικό κάδρο. Τα γυρίσματα έγιναν εξ ολοκλήρου στην Κρήτη και μάλιστα σε όλο το εύρος της κρητικής τοπιογραφίας, αφού γυρίστηκαν σκηνές σε περισσότερες από 40 περιοχές, οι οποίες βρίσκονται από τη μία ως την άλλη άκρη του νησιού και στους τέσσερις νομούς της. Για τις ανάγκες της φιλόδοξης παραγωγής, που αναπαριστά πιστά την εποχή, κατασκευάστηκαν σκηνικά σε τέσσερις περιοχές της Κρήτης, ράφτηκαν περισσότερες από 200 στολές, νοικιάστηκαν 1.000 φορεσιές, ανδρικές και γυναικείες, και δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός 180 όπλα, σπαθιά και κανόνια της εποχής.
«Η Κρήτη δεν θέλει νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη». Αυτή είναι η φράση του Καζαντζάκη η οποία προσδιορίζει το κρητικό πνεύμα. Το αν κατάφερε η ταινία να το αποδώσει, θα το διαπιστώσετε εσείς, ιδίοις όμμασι, στον κινηματόγραφο Μάγια.