Η «Φόνισσα» της σκηνοθέτιδας Εύας Νάθενα μεταφέρει το μεγαλείο του έργου του Παπαδιαμάντη στον κινηματογράφο με έντονα τα στοιχεία της τραγικότητας και της δραματουργίας, αλλά και με διάθεση να συνομιλήσει με το επίκαιρο της γραφής αυτού του μεγάλου λογοτέχνη.
Η πρόθεση της Νάθενα να συσχετιστεί η κοινωνία του 1900 με τα θέματα της γυναικείας υποτέλειας, τη χειραφέτηση της σύγχρονης γυναίκας και τη βία που έχουν υποστεί οι γυναίκες στο τώρα, φαίνεται και από την επιλογή της να ξεκινήσει την ταινία με το απόσπασμα του Ελύτη από το βιβλίο του για τον Παπαδιαμάντη, «Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δεν θα έχει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας».
Πρόκειται για μια ταινία φτιαγμένη από τη γυναικεία σκέψη και έχοντας συνοδοιπόρο το αριστούργημα του Παπαδιαμάντη, μιλάει για τον άνθρωπο. Εκείνο τον άνθρωπο που ζει με στεγανά και προκαταλήψεις, εκείνον που υποτιμά και βασανίζει την ίδια του την υπόσταση, εκείνον που έχει εγκλωβιστεί στα δεσμά μιας κοινωνίας χωρίς ηθικές αξίες.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη με μια πληθωρική ερμηνεία ενσαρκώνει το χαρακτήρα της Φραγκογιαννούς, μιας χήρας που ξέρει από βότανα και γιατρικά, πικραμένη, κακοποιημένη και βίαια χειραγωγημένη σε όλη της τη ζωή, ως κόρη, μάνα και γιαγιά. Έχοντας μάθει από την αμείλικτη μάνα της, η Φραγκογιαννού, όταν ξεγεννά κορίτσια, μ’ ένα νεύμα συγκατάθεσης του πατέρα, τα «τακτοποιεί», τα θανατώνει με την πεποίθηση ότι δεν θα γίνουν βάρος στην οικογένειά τους με το απαιτητό της προίκας σε μια πάμφτωχη κοινωνία. Προσπαθεί να κατευνάσει και ίσως να εξαλείψει τον πόνο, εκείνο το σωματικό και ψυχικό, που έχει βιώσει η ίδια στη ζωή της, ελευθερώνοντας από μια σκλαβιά τα «λεχούδια».
Η πατριαρχική κοινωνία στην ταινία παρουσιάζεται με σκληρό τρόπο, καθώς περιγράφεται μια κλειστή απρόσωπη κοινωνία, η οποία αδυνατεί να προσεγγίσει την ευτυχία, ενώ εστιάζει στο νόμο της προίκας για να χαρακτηρίσει μια γυναίκα υποχείριο των αντρών, ένα υποταγμένο αντικείμενο σε μια αέναη γαμήλια διαπραγμάτευση που κινείται γύρω από την προικοδοτούμενη περιουσία.
Η γυναικεία ματιά της Νάθενα με το μουντό σκηνικό των πέτρινων απόκοσμων σπιτιών, την βουνίσια αισθητική και την ενδυματολογική προσέγγιση που κινείται ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, μιλάει στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια κοινωνία καθώς πραγματεύεται θέματα όπως η αξία της ζωής και το δικαίωμα στην ίδια τη ζωή, τα οποία στην κοινωνία της Φόνισσας αμφισβητούνται.
Ο θάνατος των βρεφών από τη Φραγκογιαννού είναι τελετουργικός με έντονα τα θρησκευτικά στοιχεία τα οποία εισρέουν στην ταινία ως οξύμωρο σχήμα, το οποίο από τη μια δικαιολογεί τους φόνους και από την άλλη αναδύει στο νου και την ψυχή το ζήτημα της αμαρτίας και της επανεξέτασης των πράξεων σε έναν κοινωνικό ιστό, ο οποίος διακατέχεται από έντονα στοιχεία υποκρισίας. Παράλληλα η Νάθενα με το δραματουργικό της τρόπο επαναπροσδιορίζει την έννοια του γάμου και της συμβίωσης, τις αξίες και τα ιδανικά της οικογένειας καταλήγοντας πάλι σε υπαρξιακά ερωτήματα για τη σημασία της έννοιας της έγγαμης ζωής.
Η Καραμπέτη με τα δραματικά στοιχεία του ρόλου της προσωποποιεί την τραγικότητα της γυναίκας και της ζωής, φτιάχνει μια Φραγκογιαννού με μια δόση υπερβολής αλλά και πολλές δόσεις αποστομωτικής τραγικότητας, ενώ οι σκηνές της με τη «μητέρα» της, Μαρία Πρωτόπαππα, είναι οι συναρπαστικότερες και τρομακτικότερες της ταινίας. Συνοδοιπόρος ένα εξαιρετικό καστ, με τους άντρες, ειδικά το Γιάννη Τσορτέκη, με παραλυτικά περάσματα και γυναίκες που διαπρέπουν, όπως η Πηνελόπη Τσιλίκα με το νατουραλισμό και την ορμή της, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη με το σταθερά ιδιοσυγκρασιακό παίξιμό της.
Το τελικό απαύγασμα της ταινίας ίσως να εσωκλείεται στην αναπόληση ενός χαμένου ονείρου για μια γυναίκα να ζήσει τη ζωή που η κοινωνία της πρέπει και ο Θεός της οφείλει, εξαιτίας των αγκυλώσεων και της σκληρότητας του ανδρικού φύλου.
Η Μαίρυ Ουόλλστονκραφτ Σέλλεϋ, Αγγλίδα συγγραφέας και σύζυγος του ρομαντικού ποιητή Πέρσυ Σέλλεϋ, γνωστή για το μυθιστόρημά της Φράνκενσταϊν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας, ίσως να τα έχει πει όλα αυτά με μια φράση: «Δεν εύχομαι οι γυναίκες να έχουν εξουσία επί των ανδρών, αλλά στον εαυτό τους».