*Γράφει ο Γιώργος Θεοφίλης
Αγέλαστος Πέτρα, αρχαία παροιμιακή φράση για πράγματα που προξενούν λύπη. Η Αγέλαστος Πέτρα, η πεμπτουσία του ιερού της Ελευσίνας, την αντικρίζεις νοιώθοντας τους γοερούς θρήνους της θεάς Δήμητρας που κάθισε στη συγκεκριμένη πέτρα να ξαποστάσει αναζητώντας την Περσεφόνη που η μοίρα της ήταν τελικά να γίνει θέα της Άνοιξης και βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, ενώ τα δάκρυα της μητέρας καταδίκαζαν την πλάση σε μαρασμό.
Το δυστύχημα στα Τέμπη ανέδειξε τις παθογένειες της ελληνικής πολιτικής σκηνής και τις αδυναμίες της ελληνικής κοινωνίας να σεβαστεί τον ανείπωτο θρήνο για όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους, νέους και μεγαλύτερους.
Το τραγικό συμβάν έγινε αντικείμενο φρικαλέας δημοσιογραφίας που μαζί με μια τηλεοπτική μετάδοση χωρίς αιδώ αναζήτησε ακροαματικότητες χωρίς σεβασμό στην οδύνη και το σπαραγμό των οικογενειών και των λοιπών συγγενών των θυμάτων. Δυστυχώς η ηθική και δεοντολογία κωφεύουν μπροστά σε τέτοια συνταρακτικά γεγονότα και η ανάγκη για ενδελεχή και αναπόφευκτα αισχυντηλή ενημέρωση υπερισχύει της σεμνότητας και της μετριοπάθειας.
Η ερευνητική διαδικασία για τα αίτια της τραγωδίας μέσα από τον τηλεοπτικό φακό και τις συνεντεύξεις εμπειρογνωμόνων, καθηγητών άλλα και πολιτικών κατέδειξε, και μάλιστα σε επανάληψη, τη διάρρηξη και τη σαθρότητα του αδηφάγου κομματικού συστήματος. Η χρηματοδότηση οδικών αρτηριών κατά προτίμηση και η συρρίκνωση της ασφάλειας του σιδηροδρομικού δικτύου μαρτυρούν προτεραιότητες αλλά και επενδυτικές προτιμήσεις.
Το ανθρώπινο λάθος στο οποίο επιρρίπτεται η ευθύνη της τραγωδίας εκφράζει μια κοινωνία που ενστερνίζεται την παθητική αποδοχή κάθε κυβερνητικής πλειοψηφίας προς συγκεκριμένα συμφέροντα από τη μια, αλλά και την αδυναμία να προστατευτεί ο απλός πολίτης και ο οικονομικά πιο αδύναμος που επιλέγει τις κρατικές υποδομές για να ταξιδέψει, να επιχειρήσει και να λειτουργήσει στην καθημερινότητα από την άλλη.
Ο θρήνος για τους αθώους στα Τέμπη είναι και θρήνος για την ίδια την Ελλάδα που διαφεντεύεται από φατρίες, συμφέροντα, κομματικές συνομοταξίες χωρίς να μπορεί να αντιδράσει εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ένας υπόκωφος θρήνος στην προσπάθεια εξέλιξης της πατρίδας μας που κυλάει στο βούρκο της ανομίας και βυθίζεται στην κινούμενη άμμο της απάθειας.
Η συνταρακτική και σπαρακτική νεκρική σιγή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου που μαραζώνει, με λυγμούς για τους νέους με όνειρα και φιλοδοξίες, υποδηλώνει το θάνατο του μέλλοντος. Αυτά τα παιδιά τα οποία μορφώνονται για να αλλάξουν το ρουν της διαδρομής της χώρας, να οραματιστούν την αλλαγή προς της αξιοκρατία και την αληθινή ισονομία, δεν υπάρχουν πια, γιατί για οικονομικούς λόγους ταξίδευαν με το τρένο.
«Οι μικρές λύπες είναι φλύαρες, η μεγάλη οδύνη είναι σιωπηλή», απόφθεγμα του Σενέκα, Ρωμαίου φιλόσοφου. Η Ελλάδα θρηνεί αθώους πρωτίστως και η Ελλάδα θρηνεί τη ίδια την Ελλάδα ακολούθως. Το μοναδικό μοιρολόι για τα θύματα της ανείπωτης αυτής μαύρης στιγμής για το έθνος είναι η πένθιμη, σεβαστική σιγή. Η Ελλάδα μας εκτροχιάστηκε, αναποδογύρισε, σκοτώθηκε, αμαυρώθηκε. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά. Πως θα μπορούσαμε όλοι εμείς που μορφωθήκαμε, εργαστήκαμε, ψηφίσαμε σε αυτόν τον τόπο να υποσχεθούμε στα ακαδημαϊκά έδρανο, στις κοινωνικές δομές, στους νέους που μετανάστευσαν, στους Έλληνες πολίτες που μετά την οικονομική κρίση μοχθούν, ότι δεν θα υπάρξει άλλη φορά;
Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε. Η Ελλάδα θρηνεί, χωρίς να μπορεί να υποσχεθεί.