Η πειραματική σκηνή του Θεάτρου Περι-Τεχνών με την καθοδήγηση και τη σκηνοθετική επιμέλεια της Πέρης Καραμούζη παρουσίασε τη θεατρική παράσταση «Septem affectus», 7 Θανάσιμα αμαρτήματα, στην Οδό Ονείρων.
Με μια σπονδυλωτή προσέγγιση η θεατρική ομάδα διηγείται 7 ιστορίες, όπου καθεμία συνομιλεί και με ένα αμάρτημα και με αυτόν τον τρόπο επεξεργάζεται τις σύγχρονες συναισθηματικές και υλικές δυνατές επιθυμίες, τις οποίες ο κάθε άνθρωπος προσπαθεί να τιθασεύσει για να βιώσει την ισορροπία στη ζωή του.
Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα αποτελούν έκφραση της «κοινωνικής και κοινοτικής» ηθικής με την οποία ο Χριστιανισμός επιδίωξε να περιορίσει τη βία και να θεραπεύσει τις συγκρούσεις των μεσαιωνικών κοινωνιών. Χρησιμοποιούνταν για την τιμωρία επιθετικής κοινωνικής συμπεριφοράς, και για μεγάλο χρονικό διάστημα, από τον 13ο έως τον 16ο αιώνα, αποτελούσαν την κύρια μορφή ανάκρισης του μετανοούντος, συμβάλλοντας έτσι με αποφασιστικό τρόπο στο έργο της ειρήνευσης που αποτελούσε τον πρωταρχικό σκοπό του μυστηρίου της μετάνοιας στη μεσαιωνική εποχή. Τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα έληξαν με τη σύγχρονη εποχή, όταν η μετάνοια έπαψε να είναι ένας χώρος για την επίλυση των κοινωνικών συγκρούσεων και έγινε μια εντελώς ψυχολογική αφορμή για την εσωτερική ανάλυση των συνειδήσεων των μεμονωμένων ατόμων.
Η υπερηφάνεια αναγνωρίζεται είτε στην αλαζονεία των ευγενών, είτε στην αλαζονεία των διανοούμενων, είτε στην ματαιοδοξία του γυναικείου καλλωπισμού. Ο φθόνος είναι η κατηγορία με την οποία ερμηνεύονται και καταδικάζονται διάφορες μορφές κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού: αυτές μεταξύ αυλικών, διανοουμένων, επαγγελματιών αλλά και αυτές μεταξύ παρατάξεων, πόλεων, κρατών. Όλες οι οικονομικές αμαρτίες αποδίδονται στην αλαζονεία: οι ληστείες των ιπποτών, οι απάτες των εμπόρων, η τοκογλυφία των τραπεζιτών, η σιμωνία των κληρικών, η δωροδοκία των δικηγόρων και των γιατρών, και ούτω καθεξής. Η οκνηρία περιλαμβάνει όλες τις μορφές αδράνειας και θρησκευτικής και κοινωνικής αποστασιοποίησης, από την αδυναμία παρακολούθησης της Λειτουργίας και των Μυστηρίων έως την αμέλεια στην εκτέλεση της εργασίας και στη διαχείριση της περιουσίας. Η οργή θεωρείται η αιτία διαφόρων μορφών συγκρούσεων, από προσωπικές προσβολές έως πόλεμο μεταξύ λαών. Μέσω της λαιμαργίας, καταδικάζονται οι υπερβολές των πλουσίων στο φαγητό και η καρναβαλική αναταραχή των φτωχών σε πάρτι και σε ταβέρνες. Τέλος, η λαγνεία, διαιρούμενη σε απλή πορνεία, μοιχεία, απαγωγή, βιασμό, αιμομιξία και αμαρτία κατά της φύσης, δηλαδή σε χρήσεις της σεξουαλικότητας ξένες και αντίθετες με εκείνες που προβλέπονται από τον θεσμό του γάμου, διαμορφώνεται ως αμαρτία κατά της κοινωνικής τάξης που βασίζεται στην οικογένεια και το μυστήριο του γάμου.
Η ανάπτυξη των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων από την πειραματική ομάδα του Θεάτρου Περί-τεχνών υιοθέτησε ένα είδος μεγάλου speculum societatis, ενός κοινωνικού κατόπτρου δηλαδή, στο οποίο αναγνωρίζονται όλες οι αμαρτίες που διαπράττονται στους διαφορετικούς τομείς της κοινωνικής ζωής, οικογένεια, πολιτική, πολιτισμός, οικονομία. Με έντονα τα δραματικά στοιχεία η θεατρική παράσταση περιέγραψε τα θανάσιμα αμαρτήματα, μεταφέροντάς τα στη σύγχρονη πραγματικότητα, προβάλλοντας αμαρτίες που αφορούν τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και τη σχέση του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό.
Το θεατρικό σκηνικό με επίκεντρο την αποκάλυψη ενός εικαστικού πίνακα και μια αιωρούμενη θηλιά, ήταν αφαιρετικό, αλλάζοντας ανάλογα με τις ιστορίες, στις οποίες προσθέτονταν επιλεγμένα αντικείμενα που βοηθούσαν τη σημειωτική της αφήγησης.
Η πλοκή και η παρουσίαση των 7 ιστοριών των 7 θανάσιμων αμαρτημάτων προχωρούσε με την εφεύρεση μιας αφηγήτριας που προανήγγειλε την κάθε διήγηση ως η Νέμεσις, η θεά της δικαιοσύνης.
Η ομάδα των ηθοποιών, φορώντας διονυσιακές μάσκες, δημιουργούσε αυτήν τη μοναδική μυστηριακή ατμόσφαιρα καθώς τριγύριζε στην αίθουσα και συνομιλούσε συνωμοτικά με το κοινό, απευθύνοντας ερωτήματα που αφορούσαν τα αμαρτήματα και τα οποία δημιουργούσαν προβληματισμό, σκεπτικισμό και συμμετοχή στην δραματουργία της παράστασης.
Το κείμενο με πυλώνα τα 7 αμαρτήματα πραγματεύεται καταστάσεις της ζωής με μια φιλοσοφική και ταυτόχρονα υπαρξιακή προσέγγιση, υιοθετώντας την εκδοχή των θανάσιμων αμαρτημάτων που είχε εμφανιστεί στον Αριστοτέλη, ο οποίος τα όρισε ως «συνήθειες του κακού». Όπως οι αρετές, έτσι και τα ελαττώματα θα προέκυπταν στην πραγματικότητα από την επανάληψη πράξεων, οι οποίες σχηματίζουν στο υποκείμενο που τις εκτελεί ένα είδος «συνήθειας» που το κλίνει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αλλά επειδή είναι ελαττώματα και όχι αρετές, τέτοιες συνήθειες δεν προάγουν την εσωτερική, ευγενή και πνευματική ανάπτυξη, αλλά αντίθετα την καταστρέφουν.
Αυτήν ήταν η κεντρική ιδέα αυτής της θεατρικής πραγμάτευσης που επιθυμούσε να μας αφήσει με μια εσωτερική επεξεργασία και μια πνευματική διεργασία. Επιπλέον με την πολυποίκιλη μεταφορά μηνυμάτων έφτιαξε ένα θέατρο, αληθινό καθρέφτη για το κοινό, επιδιώκοντας να ραγίσει συνειδήσεις, να εκπέμψει αισθήματα, να προκαλέσει αλυσιδωτές ανησυχίες.
Όταν οι ηθοποιοί κατέβηκαν από το πάλκο και μετά το χειροκρότημα, φύγαμε ανήσυχοι, διαπιστώνοντας ότι η αδιάκοπη μάχη για να κατανοήσουμε και να ισορροπήσουμε τα πάθη της ανθρώπινης φύσης φαντάζει αέναη και διηνεκής, είναι αυτονόητη και συνυφασμένη με τις αμέτρητες ανάγκες μας, αλλά και αποτελεί το αδιάβατο μονοπάτι για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε το μέτρο στη ζωή μας, και που ίσως μόνο αυτό να οδηγεί στην ευτυχία.