Από τον Γιώργο Θεοφίλη
Τα θέματα της επικαιρότητας που κυριαρχούν στα ειδησεογραφικά δελτία αφορούν αφενός τη σύλληψη εκδότη για το προκλητικό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας του, το οποίο συνδέεται με τις γενικότερες κατηγορίες σεξουαλικής παρενόχλησης και αφετέρου την απεργία πείνας καταδικασθέντος για δολοφονία και τρομοκρατικές ενέργειες, η οποία αποσκοπεί στην ικανοποίηση νομικά ευσταθών αιτημάτων του. Η ελληνική κοινωνία φαίνεται να ταλανίζεται στην προσπάθειά της να συνθέσει τα όρια της ελευθερίας του Τύπου από τη μια και να διχάζεται στην ανάγκη να προσδιοριστεί η θέσπιση ενός Κράτος Δικαίου ακόμα και για κάποιον βαρυποινίτη από την άλλη.
Η έννοια της ελευθερίας του Τύπου συνδέεται με την ανάγκη για ελεύθερη έκφραση στα πλαίσια μιας ευνομούμενης πολιτείας στην οποία η κοινωνία αξιώνει τη δημοκρατία, την ισονομία και τη διαφορετικότητα. Το ερώτημα που τίθεται είναι απλοϊκό ωστόσο ο βομβαρδισμός της πληροφορίας στα σύγχρονα έντυπα και ψηφιακά μέσα επικοινωνίας ίσως να το κάνει πιο σύνθετο. Υπάρχουν όρια στην ελευθεροτυπία; Το άσεμνο μπορεί να προσδιοριστεί και να τοποθετηθεί σε ένα πλαίσιο απόρριψης; Ο δημοσιογράφος μπορεί να επιχειρεί την οποιαδήποτε πολιτική και κοινωνική κάθαρση με βάση έναν κώδικα δεοντολογίας και ηθικής που υπερβαίνει το κοινό νου και τα χρηστά ήθη;
Το Κράτος Δικαίου αποτελεί τον πυλώνα μιας δημοκρατικής κοινωνίας στην οποία τα μέλη της έχουν αναφαίρετα δικαιώματα και υποχρεώσεις που αφορούν όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες και οι οποίοι δρουν σε ένα θεσμικό περιβάλλον ισόμορφο και ισόνομο. Ο σύγχρονος παρατηρητής εύλογα διερωτάται αν τα άτομα που έχουν διενεργήσει άνομες και με δόλο πράξεις κατά το παρελθόν και εκτίουν ποινές κάθειρξης μπορούν και έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν ίση μεταχείριση και αντιμετώπιση. Ένα καίριο ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί για το πόσο το Κράτος Δικαίου μπορεί να συγχωρέσει όταν η κοινωνία έχει υποστεί ανεπανόρθωτες ηθικές και ψυχικές βλάβες. Με άλλα λόγια το καταδικαστέο, το άνομο και το επαίσχυντο μπορούν να επικαλεστούν δικαιώματα και επομένως να αναζητήσουν δικαιοσύνη;
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται εν μέσω μιας υγειονομικής κρίσης και μιας υποφαινόμενης οικονομικής κρίσης. Είναι άραγε λογικό σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία να επικαλούμαστε ηθικοπλαστικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις για την ευνομούμενη πολιτεία, την οριοθέτηση της ελευθερίας του λόγου και τον προσδιορισμό της έννοιας του Κράτους Δικαίου; Η πανδημία αποτελεί την ευκαιριακή δικαιολογία για την ανάδειξη της παθογένειας της ελληνικής κοινωνίας ή μήπως η απουσία ισχυρών θεσμικών πλαισίων ευνοούν την αναπαραγωγή τέτοιων καταστάσεων ελλείμματος;
Τα παραπάνω ερωτήματα είναι εύκολο να γραφούν στον εξεταστικό πίνακα μιας ακαδημαϊκής κοινότητας είναι όμως δύσκολο να απαντηθούν. Φαίνεται ότι η απάντηση εξαρτάται από την πολιτική τοποθέτηση του καθενός και της καθεμιάς από εμάς, πολιτικής όχι με την έννοια της κομματικής ταυτότητας, αλλά με την αριστοτελική έννοια της συμμετοχής στα τεκταινόμενα της ζωής που βιώνουμε. Η δημοκρατική πολιτεία είναι μια αέναη και πολυποίκιλη εξέλιξη στην οποία οι αξίες διαμορφώνονται κυρίως από την αντιμετώπιση της δυστοκίας και της αντιξοότητας. Ο χαρακτήρας μιας κοινωνίας πλάθεται από το σθένος με το οποίο κοιτάμε στα μάτια το σαθρό και ολοκληρώνεται με τον τρόπο που αφομοιώνουμε με αξιοσύνη και σέβας τα θεσμικά κληροδοτήματα. Το μέλλον μας διαγράφεται με βάση την ακεραιότητα, την ηθική και την τόλμη που προσδιορίζουμε αυτό που λέγεται είτε πλαίσιο είτε όριο και για το οποίο χρειάζεται να χαράξουμε μια γραμμή όχι διακεκομμένη αλλά εύστοχα οριοθετημένη.
«Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά» διαμηνύει ο Μάνος Χατζηδάκις. Ο κόσμος πρέπει να έχει για βασικές αξίες το ήθος, την αλήθεια και την ομορφιά. Μόνο τότε θα ποδοπατήσει και θα εξαφανίσει το τέρας. Και από αυτό θα ξαναγεννηθεί η αρετή.