Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1833, στο Ηράκλειο της τουρκοκρατούμενης Κρήτης. Σπούδασε Νομική στην Αθήνα (1902-1906), και μεταπτυχιακά στο Παρίσι (1907-1909), όπου επηρεάστηκε βαθύτατα από τις φιλοσοφικές αρχές του Μπερξόν και του Νίτσε.
Την εποχή αυτή αρχίζει η συστηματική του ενασχόληση με τα γράμματα. Πραγματοποίησε πλήθος ταξιδιών στο εξωτερικό, αρκετές φορές ως ανταποκριτής εφημερίδων. Υπηρέτησε ως γενικός διευθυντής στο Υπουργείο Περιθάλψεως (1919), διορίστηκε Υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου (1945) και εργάστηκε ως σύμβουλος λογοτεχνίας στην UNESCO (1946). Διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.
Το 1956 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης και προτάθηκε ως υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας πέντε φορές.
Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ποιητή, έχοντας γράψει την Οδύσεια, ένα μεγαλόπνοο έργο με 24 ραψωδίες και 33.333 στίχους.
Διακρίθηκε στη δραματουργία (Προμηθέας, Καποδίστριας, Κούρος, Νικηφόρος Φωκάς, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Χριστόφορος Κολόμβος, κ.ά.), στη συγγραφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων (Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτο, Σινά, Ιαπωνία και Κίνα, Αγγλία, Ρωσία, Ιερουσαλήμ και Κύπρο), στα φιλοσοφικά δοκίμια (Ασκητική, Συμπόσιο, κ.ά.).
Ωστόσο, ευρύτερα γνωστός έγινε από τα μυθιστορήματά του: Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1948), Ο καπετάν Μιχάλης (1950), Ο τελευταίος πειρασμός (1951), Αναφορά στο Γκρέκο (1961), κ.ά. Το έργο του έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε περισσότερες από 50 χώρες και έχει διασκευαστεί για το θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Τα έργα του «ο Τελευταίος Πειρασμός», «ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Καπετάν Μιχάλης», έγιναν αφορμή ώστε η ιερά σύνοδος με έγγραφό της, να ζητήσει από την κυβέρνηση την απαγόρευσή τους.
Ο Καζαντζάκης κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος και τα έργα του θεωρήθηκαν προσβολή για τα χρηστά ήθη. Στον «τελευταίο πειρασμό» ο συγγραφέας παρουσίαζε τον Χριστό με ανθρώπινες αδυναμίες, ενώ στο έργο του «ο Χριστός ξανασταυρώνεται» έδειχνε τις αμαρτωλές αδυναμίες των ιερέων. Ο «Καπετάν Μιχάλης» χαρακτηρίστηκε «αντιχριστιανικόν και αντιεθνικόν έργον», που εξευτελίζει τα ιερά και τα όσια του έθνους καθώς και τον αγώνα του κρητικού λαού.
Ο συγγραφέας είχε αντίθετη άποψη: «προσπάθησα να εξαίρω όσο μπορούσα τους αγώνες της Κρήτης για την ελευθερία και συνάμα την ηρωική και μαρτυρική συμμετοχή της εκκλησίας στους αγώνες αυτούς κι όμως βρέθηκαν συνειδήσεις που κατασυκοφάντησαν το βιβλίο αυτό, ως ενάντιο της θρησκείας και της πατρίδας».
Οι αντιδράσεις της εκκλησίας δίχασαν την κοινή γνώμη. Πολλοί πίστεψαν ότι όντως ο συγγραφέας δεν έδειχνε σεβασμό στα «Θεία», ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι τα έργα του ήταν συγγραφικά αριστουργήματα, που δεν είχαν καμία πρόθεση να προσβάλουν την εκκλησία. Πολλά θρησκευτικά σωματεία υποστήριζαν ότι ο Καζαντζάκης με τα έργα του «θέλει να κάμη τους αναγνώστας του να ζουν ζωή πολύ κατωτέραν και από αυτήν των ζώων.
Ο συγγραφέας με επιστολή απάντησε δημόσια στις απειλές της εκκλησίας ότι θα τον αφορίσει: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Η εκκλησία περιορίστηκε στο να αποτρέπει τους αναγνώστες να διαβάζουν τα βιβλία του Καζαντζάκη και το θέμα παραπέμφθηκε στο Πατριαρχείο. Ο τότε πατριάρχης Αθηναγόρας, όμως, δεν ενέκρινε τον αφορισμό του συγγραφέα και το ζήτημα έκλεισε.
Παρόλο που ο συγγραφέας είχε γλιτώσει τον αφορισμό, το στίγμα του άπιστου και ιερόσυλου, τον συνόδευε ακόμα και μετά τον θάνατό του. Χτυπημένος από λευχαιμία, ο Νίκος Καζαντζάκης, άφησε την τελευταία του πνοή στις 26 Οκτωβρίου του 1957 στη Γερμανία, όπου νοσηλευόταν.
Η ταφή του έγινε στην Κρήτη, στο Μαρτινέγκο, πάνω στα Βενετσάνικα τείχη, διότι η ταφή του σε νεκροταφείο απαγορεύτηκε.
Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Μερικές από τις σπουδαίες φράσεις του Νίκου Καζαντζάκη:
«Ξέρω τώρα. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λέφτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο»
«Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε»
«Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά»
«Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις – το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πολύ αργά»
«Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;»
«Νίκησα; Νικήθηκα; Τούτο μόνο ξέρω: Είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος»
«Αν μπορείς, κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει»
«Θεός δεν είναι; Ό,τι του καπνίσει κάνει. Αν δεν μπορούσε να κάμει αδικίες, τι παντοδύναμος θα ’ταν;»
«Ο,τι επιθυμείς να το φωνάζεις δυνατά, αγρίμι να γίνεσαι. Δεν ταιριάζει η μετριότητα με τη λαχτάρα»
«Δεν υπάρχει βαρύτερη τιμωρία από τούτη: Να απαντάς στην κακία με καλοσύνη»
με πληροφορίες από: kazantzaki.gr, iefimerida.gr, mixanitouxronou.gr