*Γράφει η Έλενα Μπουγιούκου
Από τις 19 έως τις 24 Νοεμβρίου στη Χαλκίδα διεξάγεται το 13ο φεστιβάλ Ελληνικού κινηματογράφου. Ο θεσμός αποτελεί συν-διοργάνωση του υπουργείου πολιτισμού, της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας , της εταιρείας πολιτιστικών δράσεων <Πορθμός> και του European Festival Association. Πάνω απ’ όλα είναι ένα φεστιβάλ που ιδρύθηκε και διεξάγεται στη Χαλκίδα. Αποτελεί σημείο συνάντησης πάμπολλων καλλιτεχνών και εδώ και χρόνια εμπλουτίζει την πολιτιστική ζωή της πόλης μας.
Φυσικά δεν γινόταν να μην το επισκεφθούμε. Ιδανικά θα είχα προλάβει την τελετή έναρξης και την προβολή του ο Υπέροχος Λεονάρντο. Η ταινία είναι μια αφήγηση της ζωής του Ιταλού Αναγεννησιακού δάσκαλου Λεονάρντο ντα Βίντσι με αφορμή τον εορτασμό της 500ης επετείου από το θάνατο του. Σκιαγραφεί την πορεία μιας ιδιοφυΐας η οποία αποτέλεσε υπόδειγμα Αναγεννησιακής πολυμάθειας. Δυστυχώς την έχασα.Τα mini film που εν τέλει παρακολούθησα ωστόσο ήταν εξίσου ενδιαφέροντα.
Το πρώτο ήταν τα Ανείπωτα λόγια του Άρη Ζησιμάτου. Η ταινία πραγματευόταν την ελευθερία του λόγου κ, την λογοκρισία σε καθεστώτα διαφορετικά από το δικό μας. Μέσα από αυτή είδαμε κατά πόσο η ευρηματικότητα και η έμπνευση μπορεί να ξεπεράσει αυτούς τους φραγμούς προκειμένου να μεταδώσει το μήνυμα του καλλιτέχνη στον αποδέκτη. Ακούσαμε τις ιστορίες δυο ποιητών και πολιτικών προσφύγων από την Περσία. Μεταξύ άλλων για το πώς η κυβέρνηση έχει τον τελευταίο λόγο πριν από κάθε έκδοση και πως λέξεις όπως αλκοόλ ή η αναφορά του Θεού αποτελούν λέξεις taboo. Προσωπικά έμαθα και κάτι που δεν γνώριζα.Οι ποιητικές βραδιές είναι συχνό φαινόμενο στην Περσία (και σε αυτήν την περίπτωση απαιτείται άδεια).
Το άλλο φιλμ που παρακολουθήσαμε λεγόταν The Bright Side και μας ξεναγούσε στο εργαστήρι του The hope project. Το εργαστήρι είναι ένας χώρος τεχνών και έκφρασης που έχει δημιουργηθεί στη Λέσβο για τους πρόσφυγες. Η Νικολέτα Παράσχη και η Γεωργία Σαλαμπάση αποδίδουν μέσα από το έργο τους το ρολό της τέχνης ως καταφύγιο. Η ζωγραφική δρα ως μέσο επούλωσης από τις κακουχίες του πολέμου και της μετανάστευσης. Δεν είναι δύσκολο να το δεις. Τα έργα των προσφύγων είναι ζωντανά και διηγούνται τις δικές τους ιστορίες μέσω του ντοκιμαντέρ με μια διαφορετική ίσως γλώσσα, αλλά πάντα κατανοητή.
Αν και δεύτερη σε σειρά προβολής, άφησα την ταινία αυτή για το τέλος. Ο λόγος δεν είναι άλλος παρά η συζήτηση που ακολούθησε της ταινίας. Σε καμία από τις άλλες δυο δεν υπήρξε σχολιασμός, παρά μόνο στο Ημερολόγια Αποστολής του Νικόλα Παπαχρυσοστόμου. Το έργο αυτό αποτελεί πόνημα του Δημήτρη Μαυροφοράκη και της Δάφνης Τόλη, η οποία ήταν και παρούσα.
Όπως υποδεικνύει ο τίτλος, η ταινία είναι μια ματιά μέσα στη καθημερινή ζωή του Νικόλα ο οποίος είναι επικεφαλής της επείγουσας παρέμβασης των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Τον ακολουθούμε στο Νοτιοανατολικό Μπανγκλαντές όπου αντιμετωπίζει την μετατόπιση και ανθρωπιστική κρίση των Ροχίνγκια. Η συγκεκριμένη μουσουλμανική μειονότητα, υφίσταται διωγμό από την (κυρίως) βουδιστική κοινότητα στην οποία ήταν εγκατεστημένη μέχρι πρότινος. Οι μαζικοί αριθμοί προσφύγων που μετακινηθήκαν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα έχουν προκαλέσει συμφόρηση στην περιοχή που έχουν μεταφερθεί και η ανάγκη για βοήθεια από τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που δρουν εκεί, είναι αδιαμφισβήτητη.
Ακούγεται και σε εσάς γνώριμο? Ίσως ναι, ίσως όχι. Στους θεατές πάντως δεν ήταν. Μετά το πέρας της ταινίας για την οποία δεν έχω να πω πολλά – ήταν πραγματικά άριστη οπτικά και πολύ ενημερωτική ως προς το έργο που γίνεται από τους Γ.Χ.Σ- ακλούθησε ένα mini debate. Συμμετείχαν η σκηνοθέτης , η αντιπρόσωπος των Γιατρών και φυσικά εμείς. Αφορμή για την αρχή του, ήταν ένα σχόλιο- ερώτηση για το εάν έχουν πάρει νομπέλ για το film τους οι δημιουργοί του.
Έγινε καλοπροαίρετα και χαριτολογώντας από έναν κύριο στο κοινό, ο οποίος ένιωθε δέος μπροστά στις κακουχίες που προβάλλονταν στο film. Σωστό θα μου πείτε και ως εδώ συμφωνώ. Ήταν αδύνατο να μην συμπάσχεις με την κατάσταση που εκτυλίσσεται στο Μπανγκλαντές και λογικό να θαυμάζεις την επιμονή των συντελεστών να βοηθήσουν παρά τις δυσκολίες. Όταν όμως η σκηνοθέτης παρατήρησε ότι υπάρχουν αντίστοιχες καταστάσεις στη Μεσόγειο στις οποίες επίσης οι συνθήκες είναι εξίσου θανατηφόρες, ο θαυμασμός διαλύθηκε. Το ύφος άλλαξε σε επιτηδευμένα χαλαρό και η μόνη απάντηση που ακούστηκε είναι πως εδώ δεν έχουμε μουσώνες (άρα ο κύριος είναι οκ για βαρκάδα μεσοπέλαγα σε φουσκωτό με άλλους 50; Δεν ξέρω- δεν διευκρίνισε).
Ένα άλλο σχόλιο πάλι επί του θέματος της μετανάστευσης ήταν από μια κυρία η οποία πρόσθεσε πως μια ακόμα διαφορά μεταξύ των χώρων και καταστάσεων, είναι πως εμείς είμαστε ενημερωμένοι. Σε αντίθεση με τους ‘εκεί’ που είναι απομονωμένοι, εμείς δεν είμαστε. Έχουμε internet και μπορούμε να επιλέξουμε τι θα κάνουμε. Το πήγαινε καλά μέχρι που η συλλογιστική της άλλαξε πορεία και άρχισε να λέει για την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και να την παραλληλίζει με εμάς( εκεί με έχασε να πω την αλήθεια).
Είχε δίκιο σε ένα πράγμα. Πράγματι έχουμε την δυνατότητα της ενημέρωσης και της επιλογής έως ένα σημείο. Αλλά δεν νομίζω πως κανείς στο ακροατήριο δεν γνώριζε για την κατάσταση στο Αιγαίο. Δεν νομίζω πως κανείς άκουσε για το προσφυγικό πρώτη φορά σε εκείνο το θέατρο, το αντίθετο μάλιστα. Ωστόσο η συμπόνια φαίνεται να είναι αντιστρόφως ανάλογη της απόστασης. Η συζήτηση άρχισε να παίρνει περίεργη τροπή όποτε μετά από λίγο στράφηκε στη ξανά στη δράση των Γιατρών, στην ταινία και στους Ροχίνγκια. Ήταν ευκολότερο έτσι.
*Φωτογραφία εξωφύλλου Βασίλης Ανδρέου