Ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της λαϊκής μουσικής στην Ελλάδα, γεννήθηκε και πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του. Πρόκειται για τον αγαπημένο Βασίλη Τσιτσάνη.
Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1915 στα Τρίκαλα και πέθανε ακριβώς 69 χρόνια μετά, στο Λονδίνο. Ο Τσιτσάνης, είναι μία από σημαντικότερες μορφές του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού της χώρας μας.
Από μικρή ηλικία, έδειξε το ενδιαφέρον του και την κλίση του στην μουσική. Πέρα από μπουζούκι, έπαιζε μαντολίνο, αλλά και βιολί. Μπορεί να ήρθε στην Αθήνα το 1936, με στόχο να σπουδάσει Νομική, αλλά τα βήματά του, σύντομα τον έβαλαν στο μουσικό μονοπάτι. Με πρώτες του επιρροές τα τραγούδια και τις μουσικές του Μάρκου Βαμβακάρη και του Βαγγέλη Παπάζογλου, έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο μαγαζί «Μπιζέλια».
Έντυσε μουσικά πολλές επιτυχίες την περίοδο του ’37 έως και το ’40. Έγραψε τραγούδια για τον Περδικόπουλου, αλλά και για άλλους καλλιτέχνες της εποχής, όπως τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Στελλάκη Περπινιάδη. Μάλιστα, σε πολλές ηχογραφήσεις, ο Τσιτσάνης συμμετείχε σαν δεύτερη φωνή. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής, ο Βασίλης Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, για τέσσερα χρόνια, από το 1942 έως και το 1946, είχε το δικό του μαγαζί, το περίφημο «Ουζερί ο Τσιτσάνης» στην οδό Παύλου Μελά 22. Εκεί, έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου, όπως την «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών. Μ’ αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες.
Το 1942, παντρεύεται την Ζωή Σαμαρά και αποκτούν δυο παιδιά: την κόρη τους, Βικτώρια και τον γιο τους, Κώστα. Μετά από 4 χρόνια, επιστρέφει στην πρωτεύουσα και ξεκινάει και πάλι τις ηχογραφήσεις τραγουδιών του, από τα οποία έγιναν γνωστές σπουδαίες φωνές, όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα Νίνου, αλλά και ο τραγουδιστής, Πρόδρομος Τσαουσάκης.
Στα επόμενα χρόνια, έγινε ευρέως γνωστός και αγαπητός. Μετά την πτώση της Χούντας, ξεκίνησε συναυλίες σε ανοιχτούς χώρους, κάτι πρωτόγνωρο για την λαϊκή μουσική τότε.
Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα» – έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.
Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες λόγω καρκίνου. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια…
Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε ανοιχτό χώρο, ήταν σε τιμητική εκδήλωση του Δήμου Νίκαιας, σε συνεργασία του δημάρχου Στέλιου Λογοθέτη με τον Μίκη Θεοδωράκη, για τη διοργάνωση του πρώτου πολιτιστικού καλοκαιριού στην Ελλάδα.
με πληροφορίες από: parallaximag.gr, thetoc.gr, mouseiotsitsani.gr