Το Χαλκιδικό αλφάβητο αποτελεί παραλλαγή του Ελληνικού, δημιουργήθηκε στη Χαλκίδα, μεταφέρθηκε στην αποικία της Κύμης στην Ιταλία και από εκεί με μικρές διαφοροποιήσεις στους Ετρούσκους αποτελώντας ουσιαστικά τον πρόγονο του πλέον χρησιμοποιούμενου αλφάβητου παγκοσμίως σήμερα, του λατινικού.
Το Ελληνικό αλφάβητο άρχισε να χρησιμοποιείται περίπου το 800 π.χ. Αρκετές ήταν οι παραλλαγές του στις διάφορες πόλεις της Ελλάδας και μία από αυτές ήταν και η Χαλκιδική γραφή που άρχισε να χρησιμοποιείται στη Χαλκίδα περίπου το 770 π.χ.
Κοινό αλφάβητο με ελάχιστες διαφοροποιήσεις είχαν και στην Ερέτρια την ίδια εποχή. Το Χαλκιδικό αλφάβητο έχει ομοιότητες με της Ρόδου και της Κρήτης καθώς και με της Βοιωτίας. Θεωρείται πιθανό ότι έχει επηρεαστεί και από τα αλφάβητα αυτών των περιοχών είτε λόγω της γειτνίασης (Βοιωτία) είτε λόγω των επαφών που είχαν οι Ευβοείς ναυτικοί με αυτές τις περιοχές (Ρόδος και Κρήτη).
Το Χαλκιδικό είχε διαφοροποιήσεις από το Ελληνικό με πιο εμφανείς στο ελληνικό Γ το οποίο γραφόταν όπως το λατινικό C, το Δ που γραφόταν όπως το λατινικό D, το Λ που γραφόταν όπως το λατινικό L, το Π που γραφόταν με στρογγυλεμένο το πάνω μέρος πλησιάζοντας το λατινικό γράμμα P και το Ρ που είχε μία επιπλέον ουρά προς τα δεξιά όπως το λατινικό R. Ή μεγάλη σπουδαιότητα του Χαλκιδικού αλφάβητου έγκειται στο γεγονός ότι μέσω των αποικιών των Χαλκιδέων και των υπόλοιπων Ευβοέων στην Ιταλία και ιδιαίτερα την αποικία των Χαλκιδέων και Ερετριέων Κύμη, το Χαλκιδικό αλφάβητο εξαπλώθηκε πέρα από τα σύνορα της Εύβοιας και της Ελλάδας.
Σήμερα θεωρείται από τους γλωσσολόγους παγκοσμίως ως ο πιθανότερος πρόγονος του λατινικού αλφάβητου, του πλέον χρησιμοποιούμενου αλφάβητου δηλαδή, που χρησιμοποιεί το 36% του παγκόσμιου πληθυσμού – περίπου 2,6 δις. άνθρωποι.
Μία από τις αρχαιότερες Ελληνικές επιγραφές και η αρχαιότερη με την χρήση της Χαλκιδικής γραφής βρέθηκε στο νησί Ίσκια της Νότιας Ιταλίας στο ονομαζόμενο κύππελο του Νέστορα. Το κύπελλο, φτιάχτηκε στη Ρόδο, κατά το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ., και βρέθηκε σ’ έναν τάφο στις Πιθηκούσσες, την πρώτη ελληνική αποικία σε έδαφος ιταλικό, στο νησί που σήμερα ονομάζουμε Ίσκια. Το Χαλκιδικό αλφάβητο υιοθετήθηκε από τους Ετρούσκους και από εκεί εξελίχθηκε στο λατινικό αλφάβητο, σύμβολα του οποίου σήμερα συναντάμε παντού στην καθημερινότητα μας από το πληκτρολόγιο του ηλεκτρονικού υπολογιστή, στον περιοδικό πίνακα, στα σήματα της τροχαίας κ.α.
Βέβαια στη Χαλκίδα γνωρίζουμε ελάχιστα για την ύπαρξη του συγκεκριμένου αλφάβητου. Ακόμα και στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης μας, υπήρχε μια αναφορά που αμφισβητούσε ότι αποτέλεσε πρόδρομος του λατινικού με την ακόλουθη σημείωση «Παλαιότερα πιστευόταν ότι το Χαλκιδικό αλφάβητο επηρέασε εκείνο των Ετρούσκων στην Ιταλία και έτσι έγινε πρόδρομος του λατινικού αλφάβητου. Σήμερα αυτή η άποψη δεν θεωρείται απολύτως βέβαιη». Οι Μπαμπινιώτης, Βερέμης και άλλοι Έλληνες πανεπιστημιακοί και γλωσσολόγοι, Ιταλικές και διεθνείς πηγές όμως, όπως το Wikipedia αναφέρουν το Χαλκιδικό αλφάβητο ως τον πρόγονο του λατινικού χωρίς αμφισβήτηση. Το ετρουσκικό αλφάβητο προήλθε από το ευβοϊκό αλφάβητο (δυτικό ελληνικό) το οποίο το δανείστηκαν οι Ετρούσκοι από τις ελληνικές αποικίες στην Ιταλία. Από το ετρουσκικό αλφάβητο προήλθε το λατινικό. Κάποια από αυτά τα γράμματα έχουν και παραλλαγές.Μεταγενέστερα κάποια άλλαξαν ή αφαιρέθηκαν.
Παρ’ όλο που η γλώσσα των Ετρούσκων δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί πλήρως, μια σημαντική αποκάλυψη αποτέλεσε σημαντική εξέλιξη για την ερμήνευση της. Πρόκειται για την εν μέρει αποκρυπτογράφηση του κειμένου μιας ορειχάλκινης πλάκας. Η συγκεκριμένη πινακίδα, διαστάσεων περίπου 30×50 εκ., γνωστή με το όνομα “Tabula Cortonensis” περιείχε την τρίτη σε μέγεθος επιγραφή των Ετρούσκων που είναι γνωστή. Η καταγωγή των Ετρούσκων μας είναι ακόμα άγνωστη. Πάντως, όπως πληροφορούμαστε από τον Ηρόδοτο προέρχονται από τη Λυδία της Μ. Ασίας ενώ ο Διόνυσος ο Αλικαρνασεύς υποστηρίζει ότι ήταν αυτόχθονες. Εξάλλου η γλώσσα τους δε συγγενεύει με καμιά από τις Ινδοευρωπαϊκές. Ο πολιτισμός των Ετρούσκων αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια του αρχαίου κόσμου.
Το ετρουσκικό αλφάβητο είναι πολύ γνωστό. Το πρώιμο ετρουσκικό αλφάβητο είναι το πρωτότυπο ευβοϊκό – ελληνικό αλφάβητο που δεν έχει βρεθεί ακόμα σε ελληνική επιγραφή. Οι Ετρούσκοι όμως δε δανείστηκαν μόνο το ελληνικό αλφάβητο, αλλά και την ελληνική μυθολογία: Tinia(Δίας), Aplu ή Apulus ( Απόλλων), Tailale (Δαίδαλος), Metaia (Μήδεια), Artime ή Artumes (Άρτεμις), Hercele (Ηρακλής) κλπ.
Η αποκρυπτογράφηση αυτής της ετρουσκικής επιγραφής έδωσε τη δυνατότητα στο Λουτσιάνο Αργκοστινιάνι να προσθέσει 30 καινούριες λέξεις στο ήδη υπάρχον και γνωστό ετρουσκικό λεξιλόγιο. Το κείμενο αφορούσε ένα συμβόλαιο σχετικά με ένα κομμάτι γης κοντά στη λίμνη Τρανσιμένο, ενώ σ’ αυτό γίνεται αναφορά ονομάτων πωλητών, αγοραστών, εγγυητών. Παρ’ όλο που η ανακάλυψη αυτή μπορεί να μοιάζει μικρή, αποτελεί ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση αυτού του αρχαίου λαού, που διατηρούσε άριστες εμπορικές σχέσεις με διάφορες ελληνικές πόλεις ήδη από το 750 π.Χ. Εξάλλου τα περισσότερα ελληνικά αγγεία που κοσμούν μουσεία της Δύσης, δεν έχουν αρπαγεί από τον ελληνικό χώρο, αλλά από την Ετρουρία, όπου εισάγονταν κυρίως από την Αθήνα και την Κόρινθο.
Η αρχαία πόλη που έχει ανακαλύψει στο Βιγλατούρι Κύμης η αρχαιολόγος και ανασκαφέας Έφη Σαπουνά – Σακελλαράκη, και η οποία ταυτίζεται με την αρχαία Κύμη, είναι πιθανόν η πατρίδα του λατινικού αλφαβήτου.
Η Έφη Σαπουνά – Σακελλαράκη είχε δημοσιεύσει το 1984 άρθρο της στην Αρχαιολογική Εφημερίδα, στο οποίο υποστήριζε ότι όντως υπήρχε η αρχαία ελληνική πόλη Κύμη -που αναφερόταν από αρχαίους συγγραφείς ως μητρόπολη της ιταλικής Κύμης- παρά τη σχετική επιστημονική διχογνωμία, καθώς μέχρι τότε δεν είχε βρεθεί κανένα αντίστοιχο αρχαιολογικό εύρημα.
Το 1994 η ίδια εντόπισε στο λόφο Βιγλατούρι τα πρώτα ευρήματα που μαρτυρούσαν την ύπαρξη της αρχαίας πόλης. Ένα χρόνο αργότερα ήλθε στην επιφάνεια ένα ωοειδές κτίριο, το οποίο περιείχε πολλά και σημαντικότατα ευρήματα. Η ανασκαφή, που συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, έφερε στο φως έναν ολόκληρο οικισμό με σπίτια, ιερά, πλατείες, δρόμους, τάφους και άλλες σημαντικές μαρτυρίες.
Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το λατινικό αλφάβητο προέρχεται στην πραγματικότητα από το ιδιότυπο «χαλκιδικό». Την άποψη αυτή ενισχύει και ένα ποτήρι του 8ου αιώνα, προερχόμενο από την ευβοϊκή αποικία των Πιθηκουσών (Ischia) στην Ιταλία, γνωστό ως «ποτήρι του Νέστορα», το οποίο φέρει εγχάρακτη επιγραφή με «χαλκιδικούς» χαρακτήρες. Πρόκειται μάλλον για την αρχαιότερη ελληνική επιγραφή που βρέθηκε ποτέ στη Δύση.
Το λατινικό αλφάβητο (Abecedarium Latinum) είναι το αλφάβητο της λατινικής γλώσσας, το οποίο υιοθετήθηκε από διάφορες λατινογενείς και άλλες γλώσσες και χρησιμοποιείται σήμερα σε όλες τις Δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες καθώς και στα Τουρκικά και άλλες γλώσσες. Με τη χρήση του λατινικού αλφαβήτου γράφτηκαν μεταξύ άλλων και μερικά έργα της κρητικής λογοτεχνίας του 16ου/17ου αιώνα, όπως η Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτση και η Θυσία του Αβραάμ του Βιτσέντζου Κορνάρου. Η χρήση του λατινικού αλφαβήτου για την απόδοση των ελληνικών λέξεων λέγεται greeklish. Το λατινικό αλφάβητο προέρχεται, κατά την επικρατέστερη θεωρία, από το ελληνικό και κατά άλλους από το ετρουσκικό αλφάβητο. Κατά τον γλωσσολόγο H. Hammarstrom, τα γράμματα B, D, O, X κατάγονται από κάποιο κατωϊταλιωτικό ελληνικό αλφάβητο. Όμως, υπάρχουν και ετρουσκικά αλφαβητάρια που περιλαμβάνουν τα γράμματα B, D, O, X. Ο H. Rix υποστηρίζει ότι οι φωνητικές αξίες αυτών των τεσσάρων γραμμάτων στα λατινικά πρέπει να αποδοθεί σε ελληνική επίδραση. Είναι πιθανό ότι τα γράμματα αυτά ήταν ήδη παρόντα στο ετρουσκικό αλφάβητο, την εποχή που το δανείστηκαν οι Ρωμαίοι. Σύμφωνα και με τον καθηγητή Γλωσσολογίας και τ. πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιο Μπαμπινιώτη, το λατινικό αλφάβητο είναι το δυτικό ελληνικό αλφάβητο της Χαλκίδας που μεταφέρθηκε στην Ιταλία και διαδόθηκε από τους Ρωμαίους και τούτο διδάσκεται από πολλούς έγκριτους γλωσσολόγους. Η θεωρία ότι το λατινικό αλφάβητο βασίστηκε κυρίως στο ετρουσκικό στηρίζεται στη φωνητική αξία του γράμματος C. Οι Ετρούσκοι δεν είχαν ηχηρά οδοντικά σύμφωνα, και γι αυτό ο χαρακτήρας C (προερχόμενος από το ελληνικό γάμμα) χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το άηχο K της ετρουσκικής και της λατινικής. Ο J. Jensen σημειώνει οτι η αρχική χρήση των γραμμάτων C, K, Q προήλθε από την ετρουσκική: C εμπρός από /e και i/, K εμπρός από /a/, Q εμπρός από τα /u και o/. Συνεπώς τα γράμματα αυτά δηλώνουν διαφορετικά αλλόφωνα (allophones) του /k/. Αυτοί οι ορθογραφικοί κανόνες οφείλονται στα ονόματα εκείνων των γραμμάτων: γάμμα ή γέμμα, κάππα, κόππα ή κούπα (quppa). Στην ετρουσκική δεν υπήρχε φθόγγος /o/, γι αυτό το Q χρησιμοποιήθηκε εμπρός από τα /o/ και /u/ της λατινικής. Τα Y και Z είναι μεταγενέστερες προσθήκες από το ελληνικό αλφάβητο. Κατά τον αρχαίο Έλληνα ιστορικό Πλούταρχο, το G δημιουργήθηκε περί τον 3ο αι. π.Χ. από τον απελεύθερο Spurius Carvilius Ruga, με τροποποίηση του C. Στην ετρουσκική και λατινική, το δίγαμμα (F) δήλωνε το φθόγγο /w/ αλλά τελικά οι Ρωμαίοι απλοποίησαν το συνδυασμό H-/f/ σε F /f/. Τα ημίφωνα /w, j/ και τα φωνήεντα /u, u:, i, i:/ γράφονταν με τα αντίστοιχα γράμματα, δηλαδή τα V και I αντίστοιχα.
Πληροφορίες: Wikipedia, Worldstandards.eu